Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Quasimodo Salvatore. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Quasimodo Salvatore. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 21 Απριλίου 2008

Salvatore Quasimodo: Γλυκύτατη μητέρα, είναι η ώρα που κατεβαίνουν οι ομίχλες, ο Ναβίλιο χτυπά ανάκατα στα φράγματα...



Whistler, James Abbott McNeill (1834-1903)
Portrait of the Painter's Mother 1871
Oil on canvas, 144.3 x 162.5cm Musée d'Orsay, Paris

Γράμμα στη μητέρα

«Γλυκύτατη μητέρα, είναι η ώρα που κατεβαίνουν οι ομίχλες,
ο Ναβίλιο χτυπά ανάκατα στα φράγματα,
τα δέντρα φουσκώνουν απ' το νερό, καίγονται απ' το χιόνι·
δεν είμαι θλιμμένος στο Βορρά: δεν είμαι
και σε γαλήνη με τον εαυτό μου, μα δεν περιμένω
συγγνώμη από κανέναν, πολλοί μου έδωσαν δάκρυα
σαν άνθρωπος με άνθρωπο. Ξέρω ότι δεν είσαι καλά, ότι ζεις
σαν όλες τις μανάδες των ποιητών, φτωχή
και σωστή στο μέτρο της αγάπης
για τα ξενιτεμένα παιδιά σου. Σήμερα είμαι εγώ
που σου γράφω.» Επιτέλους, θα πεις, δυο λόγια
από 'κείνο το αγόρι που 'φυγε μια νύχτα με μια κοντή κάπα
και μερικούς στίχους στην τσέπη. Φτωχό, σχεδόν έτοιμο για κατορθώματα,
θα το σκοτώσουν καμιά μέρα σε κανένα μέρος.
«Αλήθεια, θυμάμαι, ήταν σ' εκείνο το γκρίζο σταθμό
των αργών τρένων που μετέφεραν αμύγδαλα και πορτοκάλια,
στις εκβολές του Ιμέρα, το ποτάμι ήταν γεμάτο καρακάξες,
άλατα, ευκαλύπτους. Μα τώρα σ' ευχαριστώ,
αυτό θέλω, για το σαρκασμό που έβαλες
στα χείλη μου, μειλίχιο σαν το δικό σου.
Εκείνο το χαμόγελο μ' έσωσε από πόνους και κλάματα.
Και δεν ενδιαφέρει αν τώρα έχω ένα δάκρυ για σένα,
και για όλους εκείνους που σαν κι εσένα περιμένουν,
και δεν ξέρουν τί πράγμα. Αχ, ευγενικέ θάνατε,
μην αγγίξεις το ρολόι της κουζίνας που χτυπά πάνω στον τοίχο,
όλα τα παιδικά μου χρόνια πέρασαν πάνω στο σμάλτο
της δικής του πλάκας, πάνω σ' εκείνα τα ζωγραφισμένα λουλούδια:
μην αγγίξεις τα χέρια, την καρδιά των ηλικιωμένων.
Μα μήπως απαντά κανείς; Ω συμπονετικέ θάνατε,
ντροπαλέ θάνατε. Αντίο, αγαπημένη, αντίο γλυκύτατή μου μάνα »

Salvatore Quasimodo
Μετ.Μαριάννα Τζανάκη



O Salvatore Quasimodo εικοσάχρονος




SALVATORE QUASIMODO (1959 Nobel Λογοτεχνίας) Ιταλός λογοτέχνης και δημοσιογράφος. Γεννήθηκε το 1901 στις Συρακούσες της Σικελίας. Από φτωχή οικογένεια με 4 παιδιά, δεν του επέτρεπε η οικονομική τους κατάσταση ούτε καν να σκεφτεί τη λογοτεχνία. Σπούδασε μηχανικός στην Πολυτεχνική Σχολή της Ρώμης. Σπουδές όμως, που δεν κατάφερε να ολοκληρώσει ποτέ λόγω οικονομικών προβλημάτων. Έτσι, εργάστηκε ως τεχνικός στο Υπουργείο Δημοσίων Έργων της Ιταλίας. Το 1929 εγκαταστάθηκε στη Φλωρεντία και ένα χρόνο αργότερα δημοσίευσε τα πρώτα ποιήματά του με τίτλο Νερά και Χώματα. Το 1938 ο Κουαζίμοντο αποφασίζει να κάνει μια εντυπωσιακή στροφή στην καριέρα του. Παραιτείται από τη θέση του στο Υπουργείο και αρχίζει να ασχολείται επαγγελματικά με τη δημοσιογραφία και τη λογοτεχνία. Η δεύτερη ποιητική του συλλογή, Βυθισμένο όμποε εκδόθηκε το 1932 ενώ ακολούθησαν: Το άρωμα ευκαλύπτου και άλλα ποιήματα, Ερατώ και Απόλλων, Με το ξένο πόδι πάνω στη καρδιά, Η ζωή δεν είναι όνειρο, Το ψεύτικο και το αληθινό πράσινο, Ασύγκριτη γη, Να δίνεις και να έχεις κ.ά. Το 1959 βραβεύτηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Η προσφορά του στη μετάφραση αρχαίων ελλήνων συγγραφέων και ξένων λογοτεχνών, είναι σημαντικότατη. Πέθανε το 1968 σε ηλικία 67 ετών.


Read more!