ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΝΟΣ ΕΡΩΤΑ
Ήμουν εγώ που ασκήτευα στην έρημο του πόθου
τρέφοντας με τον πλανερό της μοναξιάς λωτό
και με το μέλι τ' άγριο του λογισμού του νόθου
το νου μου, που κρυβότανε σε τάφο θολωτό.
Κι έτρεμα μην ο ψίθυρος χαλάσει τη σιγή μου.
Το φως της μέρας φάνταζε κακό, δαιμονικό.
Μόνο τις νύχτες τ' άλογο καβάλαγε η ψυχή μου
κι ανέβαινε με τ' άσπρα του φτερά σε μαγικό
παράδεισο, που πνίγεται σ' αθέριστο χορτάρι,
και δεν τη λέκιαζε μηδέ σκιά περιστεριού.
Κι αναριγούσε μου η ψυχή θωρώντας το φεγγάρι
πεφτάστρια να το κυνηγούν σε μιά πνοή αγεριού.
Μα συ δεν ήσουν λάμπισμα στη νύχτα, του κομήτη
που γοργοσβήνει σ' άφωτο του σύμπαντος βυθό.
Κρυφός δεν ήρθες πειρασμός σε σκήτη ερημίτη,
δεν είχε τίποτα σκληρό, για να σε φοβηθώ.
Κρατούσες στ' ακροδάχτυλα το κρίνο του έρωτά σου
και στην ακούραστη καρδιά χρυσοπουλί τρανό
κι έσκυψα και σ' ανέβασα στη ράχη του Πηγάσου
για να πετάξουμε μαζί στον έβδομο ουρανό.
Για συντροφιά ξεκίνησε το σύννεφο ξανθό,
στα ξωτικά πετάγματα στα βάθη του αιθέρα,
μα ' γω σκεφτόμουν βέβηλα τον επουράνιο ανθό
να κλέψω για στολίδι μου στην αιωνία μέρα.
Να' τανε τάχα του Θεού ή ενός δαιμόνου χέρι
που τίναξε στο δρόμο μας τον άγριο κεραυνό
και τ' άλογο πισώστρεψε κι απ' το λαμπρό αστέρι
γκρεμίστηκε βουλιάζοντας σε χάος σκοτεινό;
Πέφταμε...Γύρω σαν τρελά φαντάσματα οι μέρες
ουρλιάζαν της αγάπης μας την τελευταία μορφή.
Δυό πέτρες ν απογίνουμε, δυό πελαγίσιες ξέρες.
Εσύ, με κρινολούλουδα στην αρμυρή κορφή,
κι εγώ να ορμάω δυνατά να σου τ' αρπάξω πάλι.
Δυό Συμπληγάδες του Έρωτα. Οι φοβεροί καημοί
σκληρά να με χωρίζουνε απ' την υγρήν αγκάλη
σα φύκια κουλουριάζοντας το σάπιο μου κορμί...
Ανάμεσά μας, βιαστικό, κάποιο μουντό πρωί,
πέρασε για τις μακρινές κοιλάδες του Βορρά
της ευτυχίας το μικρό διαβατικό πουλί....
Κράτησα λίγα πούπουλα μονάχα απ' την ουρά.
(Από τη συλλογή "ΤΟ ΔΩΡΟ ΤΟΥ ΠΟΝΟΥ")
ΓΙΩΡΓΟΣ Κ. ΑΝΥΦΑΝΤΗΣ
Ήμουν εγώ που ασκήτευα στην έρημο του πόθου
τρέφοντας με τον πλανερό της μοναξιάς λωτό
και με το μέλι τ' άγριο του λογισμού του νόθου
το νου μου, που κρυβότανε σε τάφο θολωτό.
Κι έτρεμα μην ο ψίθυρος χαλάσει τη σιγή μου.
Το φως της μέρας φάνταζε κακό, δαιμονικό.
Μόνο τις νύχτες τ' άλογο καβάλαγε η ψυχή μου
κι ανέβαινε με τ' άσπρα του φτερά σε μαγικό
παράδεισο, που πνίγεται σ' αθέριστο χορτάρι,
και δεν τη λέκιαζε μηδέ σκιά περιστεριού.
Κι αναριγούσε μου η ψυχή θωρώντας το φεγγάρι
πεφτάστρια να το κυνηγούν σε μιά πνοή αγεριού.
Μα συ δεν ήσουν λάμπισμα στη νύχτα, του κομήτη
που γοργοσβήνει σ' άφωτο του σύμπαντος βυθό.
Κρυφός δεν ήρθες πειρασμός σε σκήτη ερημίτη,
δεν είχε τίποτα σκληρό, για να σε φοβηθώ.
Κρατούσες στ' ακροδάχτυλα το κρίνο του έρωτά σου
και στην ακούραστη καρδιά χρυσοπουλί τρανό
κι έσκυψα και σ' ανέβασα στη ράχη του Πηγάσου
για να πετάξουμε μαζί στον έβδομο ουρανό.
Για συντροφιά ξεκίνησε το σύννεφο ξανθό,
στα ξωτικά πετάγματα στα βάθη του αιθέρα,
μα ' γω σκεφτόμουν βέβηλα τον επουράνιο ανθό
να κλέψω για στολίδι μου στην αιωνία μέρα.
Να' τανε τάχα του Θεού ή ενός δαιμόνου χέρι
που τίναξε στο δρόμο μας τον άγριο κεραυνό
και τ' άλογο πισώστρεψε κι απ' το λαμπρό αστέρι
γκρεμίστηκε βουλιάζοντας σε χάος σκοτεινό;
Πέφταμε...Γύρω σαν τρελά φαντάσματα οι μέρες
ουρλιάζαν της αγάπης μας την τελευταία μορφή.
Δυό πέτρες ν απογίνουμε, δυό πελαγίσιες ξέρες.
Εσύ, με κρινολούλουδα στην αρμυρή κορφή,
κι εγώ να ορμάω δυνατά να σου τ' αρπάξω πάλι.
Δυό Συμπληγάδες του Έρωτα. Οι φοβεροί καημοί
σκληρά να με χωρίζουνε απ' την υγρήν αγκάλη
σα φύκια κουλουριάζοντας το σάπιο μου κορμί...
Ανάμεσά μας, βιαστικό, κάποιο μουντό πρωί,
πέρασε για τις μακρινές κοιλάδες του Βορρά
της ευτυχίας το μικρό διαβατικό πουλί....
Κράτησα λίγα πούπουλα μονάχα απ' την ουρά.
(Από τη συλλογή "ΤΟ ΔΩΡΟ ΤΟΥ ΠΟΝΟΥ")
ΓΙΩΡΓΟΣ Κ. ΑΝΥΦΑΝΤΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου