Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Βαρβέρης Γιάννης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Βαρβέρης Γιάννης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 26 Αυγούστου 2008

Τα αγαπημένα βήτα στην ποίηση...








H προς την Πατρίδα Aγάπη μου

Δεν είναι διαβατάρικο πουλί, που για μια μέρα
σχίζει τα νέφη και περνά γοργό σαν τον αγέρα,
ούτε κισσός, π' αναίσθητος την πέτρα περιπλέκει
ούτ' αστραπή, που σβύνεται χωρίς αστροπελέκι,
δεν είναι νεκροθάλασσα, βοή χωρίς σεισμό,
νοιώθω για σε, πατρίδα μου, στα σπλάχνα χαλασμό.

Αριστοτέλης Βαλαωρίτης
(από το Ένας Pομαντικός, Eρμής 1998)
Πηγή ποιήματος: Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού


Κι αν τυχόν

Κι αν τυχόν κάπου ανάμεσα
στους γαλάζιους διαδρόμους
συναντήσω αγγέλους,
θα τους μιλήσω Ελληνικά
επειδή δεν ξέρουνε γλώσσες.
Μιλάνε μεταξύ τους με μουσική

Νικηφόρος Βρεττάκος


Μια μυγδαλιά

Μια μυγδαλιά και δίπλα της
εσύ. Μα πότε ανθίσατε;
Στέκομαι στο παράθυρο
και σας κοιτώ και κλαίω

Τόση χαρά δεν την μπορούν
τα μάτια.
Δώσ’ μου, Θεέ μου,
όλες τις στέρνες τ’ ουρανού
να σ’ τις γιομίσω.

Νικηφόρος Βρεττάκος


ΤΑ ΚΛΕΙΣΤΑ ΜΑΤΙΑ

Ω το φριχτό μαρτύριο του άλλου σώματος
παρείσακτου μες στο σκοτάδι ανάμεσά μας
και τα κλειστά σου μάτια δήθεν ηδονής
που δραπετεύουν ψάχνοντας το
και τα κλειστά μου μάτια να φαντάζονται
σώματα ρυμουλκά
που θέλησα στους δρόμους·
τι ανυποψίαστα σπλαχνικοί για τα κορμιά μας
οι ξένοι που ποθήσαμε
δε σου μιλάω λοιπόν πέτα μαζί του
μη μου μιλάς θα σκιάξεις το ίνδαλμά μου·

μέχρι ν’ ανοίξουμε τα μάτια μας κι οι δυο
τώρα που σωριαστήκαμε
και φύγαν
κι εσύ αγαπάς
αυτό το πέος χτυπημένο ορτύκι
όπως το χέρι μου
τα ποιήματά μου
τα γυαλιά μου.

Γιάννης Βαρβέρης


EXPLANATIONS OF LOVE

Υπάρχει ένας καιρός που ο έρωτας αρχίζει κι ένας καιρός
που ο έρωτας τελειώνει.

Όπως η μπαταρία σ' ένα τρανζίστορ που του λείπει το κα-
λώδιο για σύνδεση με το ηλεκτρικό.

Υπάρχει το βραχυκύκλωμα δύο σωμάτων

Λέξεις βαθειές. Μεγάλες σα γέφυρες που ενώνουν το ένα μισό μιας πόλης με το άλλο μισό.

Ένα γαλάζιο πουκάμισο που φοράει μια ξανθειά γυναίκα
χαμογελώντας κι από κάτω τίποτα.

Ο θάνατος δεμένος σφιχτά σε μια καρέκλα με μια πετσέτα
στο στόμα και το πρόσωπο στο κενό.

Υπάρχει ο μυστικός λογαριασμός που τον ξοφλάει κανείς
κι εγώ δεν ξέρω έπειτα από πόσα χρόνια.

Ο ιδρώτας στον κρόταφο. Η δροσιά στο δέρμα. Το ζεστό θό-
λωμα στην κόρη του ματιού.

Με βάση όλα αυτά (και μερικά άλλα) θα μπορούσα να πω
τι ακριβώς είναι ο έρωτας.

Δυο ζευγάρια αναποδογυρισμένα παπούτσια. Λίγη αγάπη.
Και το τρίξιμο του κρεβατιού.

Νάσος Βαγενάς


ΚΑΘΑΡΕΣ ΚΟΥΡΤΙΝΕΣ

Αγάπες που αγαπώ και πάθη που επιτρέπω:
Ένας ζεστός καφές το πρωί.
Το διάβασμα (όσο γίνεται πιο αργά) της εφημερίδας.
Μια βροχή πότε-πότε για να πλένει τα αισθήματα.
Το χώμα στα καινούργια σου τακούνια.
Η θάλασσα το απόγεμα με λίγη συννεφιά.
Γαρίφαλα. Πολλά γαρίφαλα.

Ακόμη:
«Ο άνθρωπος που πηδάει πάνω απ' την πόλη» του Σαγκάλ.
Ν' ανεβαίνω παλιά ξύλινα σκαλοπάτια.
Το χέρι μου στο στήθος σου.
Κάποια ποιήματα του Καβάφη.

Όμως κυρίως το χέρι μου στο στήθος σου.

Νάσος Βαγενάς


ΤΟ ΣΩΜΑ ΣΟΥ ΚΙ ΕΓΩ

Έχουμε πολύ ταξιδέψει
το σώμα σου κι εγώ
έχουμε φανταστεί
όσα ένα σώμα κι ένα εγώ
μπορούν να φανταστούν.
Το σώμα μου κι εγώ
έχουμε ονειρευτεί
το σώμα σου σε στάσεις
που ποτέ σου δε φαντάστηκες.
Δεν έχεις θέση τώρα
τι ζητάς
ανάμεσα σ' εμένα
και στο σώμα σου.

Γιάννης Βαρβέρης


SAVOIR MOURIR

Αν έρθετε στην κηδεία μου
θα'ρθω κι εγώ στη δική σας.

Γιάννης Βαρβέρης


Πιστεύω

Πιστεύω σε μια χημική ένωση Πατέρα Παντοκράτορα
Πιστεύω σε μια ηλεκτρική εκκένωση Άγιο Πνεύμα
Πιστεύω σ' έναν Γιο Μονογενή που βγήκε από το σπέρμα
Πιστεύω σε μια φυσική εξέλιξη Μητέρα Αειπαρθένα
Πιστεύω σε μιαν Εκκλησία διακόπτρια του φωτός
Και σε δώδεκα Απόστολους του Έρωτα
Πιστεύω σ' ένα Εσταυρωμένο Δέντρο
και σε μιαν αρχική ουσία Π
Πιστεύω σ' έναν άγνωστο παράγοντα
Που γεννάει την περιέργεια
πιστεύω σ' ένα πονηρό και σ' ένα αθώο πνεύμα
Πιστεύω σε μιαν ωραία γυναίκα
Που θα με κάνει ευτυχισμένο
Πιστεύω στη μεγάλη δύναμη της φαντασίας
Που μπορεί στην κόλαση να δει έναν παράδεισο
Στο καθετί που βλέπω που ακούω που μαντεύω που αγαπώ
Πιστεύω
Πιστεύω σ' έναν άνθρωπο αποφυλακισμένο
Απ' τα δεσμά της σκέψης του του φόβου του το αυγό
Άγιος ελεύθερος στον Αιώνα τον Άπαντα.

Νάνος Βαλαωρίτης



Η νύχτα και το σπίτι
Ή περί της αναγωγής του χρόνου

Ο ένας

Ο θάνατος στους τοίχους του δωματίου.
Συνήθισα να περιμένω αυτό που δεν θα 'ρθεί.
Τη γεύση της μοναξιάς, τη νύχτα.
Την αναμονή των θυρών,
τον επισκέπτη που θα εισβάλει στο δωμάτιο,
να βρει την αγάπη νεκρή.

Μ' αυτό το χοντρό βελόνι
έραβα χρόνια τη ζωή μου.
Τώρα με γεμίζει τρύπες.
Πιστεύω στον άνθρωπο, είναι απλό.
Ωστόσο βαρέθηκα να περιμένω.
Δεν μπορώ ν' ακονίζω το μαχαίρι στην καρδιά,
να βλέπω τον αργό θάνατο των ημερών
στους δρόμους και τα νοσοκομεία,
τα καλοκαίρια να τα καίει ο ήλιος,
τους φίλους μου να θάβονται στα γράμματά τους.

Οι πολλοί

Ερχόμαστε χωρίς κέλυφος, κρατώντας
τα λιγνά μας σώματα, τη χαμένη Ελευθερία.
Χρόνια πολλά μας έδεσε ο Ήφαιστος,
μιαν αλυσίδα αίματα και ρίζες ζωντανές
που λιώσανε στον ποταμό της αδικίας.
Είναι σκληρό το χώμα και δεν φυτρώνει τίποτε.
Είναι βαθύ το χάσμα και χάθηκαν τα πρόσωπα.
Είναι αλμυρή η θάλασσα και τα ταξίδια ναυαγήσαν.
Ερχόμαστε μέσα από σκοτεινούς καιρούς
με ιδανικά εξορισμένα.

Είναι βαριά τα ερείπια, ασήκωτα.
Και δεν υπάρχουνε σταυροί, ούτε καρφιά και λόφοι.

Ο ένας

Δεν ήταν τα λόγια του ανέμου που με τρόμαξαν,
ούτε η γνώριμη σιωπή των δέντρων.
Έβλεπα την πόλη μες στη νύχτα,
ομίχλη σκοτεινή που σκέπαζε το σπίτι,
να γίνεται πληγή, να σκάβει το χώμα
και το δωμάτιο να γεμίζει γνώριμες μορφές
με τη λύπη απλωμένη στα μάτια τους.

Οι πολλοί

Το πρωί θα βγει ένας ήλιος απόστρατος,
θ' ανεβεί τις σκάλες σ' αυτό το χαλασμένο σπίτι
και τότε θα 'μαστε ακόμη πιο νεκροί
με τα χέρια γαντζωμένα στις καρέκλες
που θα σπάσουν με του ήλιου την εισβολή,
να φωτιστεί η κάμαρα, να φανούν οι αράχνες.

Θα γυρίσουμε φορτωμένοι κι άλλα γηρατειά
και τότε ούτε η νύχτα θα μπορέσει να μας σώσει.

Aναστάσης Βιστωνίτης
Από τη συλλογή Μετοικεσία (1972)
Πηγή ποιήματος: Translatum






Κι επειδή αγαπώ πολύ τα βήτα, θα μπορούσα ν' αφήσω εκτός το Κύμα(η μουσικάρα!!!) του αγαπημένου Κ. Βήτα; Αφιερωμένο...


Read more!

Πέμπτη 24 Απριλίου 2008

Blaise Cendrars: Πάσχα στη Νέα Υόρκη Ζώα του τσίρκου που σαλτάρουν τους μεσημβρινούς Και που τους ρίχνουν, σα σε σκύλους, ένα κομμάτι μαύρο κρέας...

Για να μην υποβαθμίσω το ποίημα-αριστούργημα, που λέγεται ότι την ιδέα του, «έκλεψε» ακόμα κι αυτός ο Απολλιναίρ, με την απίστευτα ενδιαφέρουσα βιογραφία του ποιητή, ίσως του πιο γοητευτικού άντρα και του πιο μποέμ του αιώνα που πέρασε, άντρας-αλάνι, αλλά το διαμάντι, όχι το ζιργκόν! Κι επειδή έχω και καταπληκτικές φωτογραφίες του, αλλά και άλλα ενδιαφέροντα από την Πρόζα του Υπερσιβηρικού του και της Ιωάννας της Γαλλίας, σε μετάφραση Κλείτου Κύρου, μέχρι την καταυγαστική ποίηση του πολύπλαγκτου Σαντράρ, όπως έγραψε πολύ εύστοχα ο Καραβασίλης στην Αυγή, το έκανα ξεχωριστό ποστ στην Υπεράσπιση της Ποίησης. Για την ώρα, ας απολαύσουμε το Πάσχα στη Νέα Υόρκη κι ας αναλογιστούμε μέρες που είναι, βοήθειά μας, τί άλλαξε από τότε που σταυρώθηκε ο Χριστός, γιατί τελικά θυσιάστηκε; Ή τί άλλαξε από τότε που έγραψε το ποίημά του ο Σαντράρ; Είναι ακριβώς αυτό που έλεγε ο Μαρξ στο Σόχο, δια στόματος Χάουαρντ Ζιν: Οι ίδιοι άστεγοι, ίσως πολλοί περισσότεροι, η ίδια απόγνωση, η ίδια φτώχεια, η ίδια παράνοια στις γειτονιές του κόσμου... Καλό Πάσχα!

Ο Blaise Cendrars, όπως τον ζωγράφισε ο Amedeo Modigliani(άλλος καταπληκτικός αυτός!), το 1917



ΠΑΣΧΑ ΣΤΗ ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ

Κύριε, Εσύ θυσιάστηκες για τους φτωχούς του κόσμου·
Να' τοι, σα ζώα, όλοι μαζί, μες στα φτωχοκομεία.
Έρχονται απ' τον ορίζοντα μαύρα μεγάλα πλοία
Και τους αδειάζουν σωρηδόν σε γέφυρες πλωτές.
Έλληνες, Ιταλοί, Σπανιόλοι, Ρώσοι,
Και Βούλγαροι και Πέρσες και Μογγόλοι·
Ζώα του τσίρκου που σαλτάρουν τους μεσημβρινούς
Και που τους ρίχνουν, σα σε σκύλους, ένα κομμάτι μαύρο κρέας.
Αυτό το βρώμικο φαΐ είν' όλη η ευτυχία τους.
Κύριε, λυπήσου τους λαούς του κόσμου που υποφέρουν.
[…]
Στη συνοικία βρίσκομαι όπου θα δεις τους κλέφτες,
Τους άφραγκους, τ' αλάνια, τους κλεπταποδόχους.
Σκέφτομαι τώρα στο Σταυρό τους δυο ληστές μαζί Σου·
Ξέρω, στη δυστυχία τους θα τους χαμογελάσεις.
Κύριε, ο ένας τους ήθελε ένα σκοινί με κόμπο,
Αλλά κοστίζει το σκοινί, δεν το χαρίζουν, Κύριε.
Μιλούσε σαν φιλόσοφος ο γερο-κατεργάρης. Κι εγώ με λίγο όπιο
Πιο γρήγορα τον έστειλα στην πύλη του Παράδεισου.
Σκέφτομαι ακόμη αυτούς τους μουσικούς των δρόμων,
Τον τυφλό βιολιστή, τον κουλό με τη λατέρνα,
Την τραγουδίστρια με το ψάθινο καπέλο και τα ψεύτικα, χάρτινα
ρόδα·
Το ξέρω, αυτοί μας τραγουδούν στους αιώνες των αιώνων.
Κύριε, ελέησέ τους, κι όχι αν θες με του γκαζιού το στόμιο.
Χρήματα, δώσ' τους χρήματα, σ' αυτόν εδώ τον κόσμο.


Blaise Cendrars, Πάσχα στη Νέα Υόρκη (αποσπάσματα)
Μπλαιζ Σαντράρ / Πάσχα στη Νέα Υόρκη / Les Paques à New York.

Μετάφραση: Γιάννης Βαρβέρης,
τρίτη έκδοση-δίγλωσση, Αθήνα, εκδ. Ύψιλον/βιβλία, 1999, σσ. 17-19, 21.

Πηγή ποιήματος: Πύλη για την ελληνική γλώσσα


Les Pâques à New York est un poème de Blaise Cendrars (1887-1961), publié en 1912 sous le titre Les Pâques aux Hommes nouveaux, une maison d'édition qu'il a créée la même année avec Emil Szittya. C'est en 1919 que le poème recevra son titre définitif.


Read more!