1 Ο ΒΡΙΚΟΛΑΚΑΣ
Το κερκέλι με τη λιονταροκεφαλή χτύπησε τρεις φορές δυνατά πάνω στο πολύπαθο ξύλο της εξώπορτας. Βιαστικά βήματα ακούστηκαν στο χολ. Οι μεντεσέδες έτριξαν, ο θόρυβος της βροχής δυνάμωσε για μια στιγμή, ο ακίνητος αέρας του σπιτιού μετατοπίστηκε βίαια από τη νυχτερινή εισβολή. Τα κρυσταλλάκια του πολυέλαιου ντιντίνισαν. Μετά η πόρτα έκλεισε και συρτώθηκε. Σιγανές αντρικές φωνές απομακρύνθηκαν προς τη μεγάλη σάλα. Η Γαλάτεια στο πάνω πάτωμα, ορθή στη μέση της κάμαράς της, αφουγκραζόταν τρέμοντας. Δεν ήταν απ’ το κρύο που έτρεμε – κι ας φορούσε μόνο αυτά τα λεπτά βατιστένια εσώρουχα με τα κεντήματα, κι ας πατούσε τα κερωμένα σανίδια ξυπόλητη, με τις μεταξωτές της κάλτσες. Ήταν από φόβο. Πήγε στις μύτες των ποδιών και κάθισε άκρη άκρη στο κρεβάτι, στητή, γιατί το κορσεδάκι με τα πολλά κορδόνια που μόλις πριν λίγο της είχε σφίξει η Βηθλεέμ, έκοβε την ανάσα. Κοίταξε γύρω. Το φως της λάμπας ήταν πολύ χαμηλωμένο· το ταβάνι χανόταν στο σκοτάδι και πηχτοί ίσκιοι κατέβαιναν γλείφοντας τους τοίχους. Ο μεγάλος πίνακας με το τοπίο της λίμνης φαινόταν σαν μουτζαλιά. Αν παρατηρούσες προσεχτικά, μέσα του έβλεπες δεκάδες μορφές: εκεί που διαγράφονταν τα δαντελωτά κενά ανάμεσα στις κλαίουσες ιτιές και τα φυλλώματα των άλλων δέντρων, διακρινόταν τώρα ένα γκροτέσκο προφίλ γριάς (μια Μοίρα, σκέφτηκε η Γαλάτεια), ένα καράβι αναποδογυρισμένο, μια φιγούρα με φτερά νυχτερίδας (ένας κακανθρωπισμένος – ένας βρικόλακας, από τις ιστορίες που έλεγε η Βηθλεέμ), κι ένα ζώο με παραπανίσια πόδια. Αν συνέχιζε να κοιτά, θα τα έβρισκε όλα τα σημάδια, αλλά σήμερα δεν ήθελε- φοβόταν. Το κορίτσι το έπαιζε συχνά αυτό το παιχνίδι με τις σκιές, εντόπιζε οιωνούς για την επόμενη μέρα και τους ερμήνευε. Πότε με τη λάμπα, ξεκουράζοντας τα μάτια της από το διάβασμα, πότε πριν κοιμηθεί, με το φεγγάρι που γλιστρούσε απ’ τα μισόκλειστα πατζούρια.
Κάθε φορά, στους ίδιους χώρους, έβρισκε όλο διαφορετικές μορφές και σχήματα. Το τοπίο της λίμνης ήταν ο πρώτος της πίνακας. Αντίγραφο από μια καρτ ποστάλ που είχε στείλει ο μπαμπάς από την Ιένα. Τις δυο σπουδές δεξιά και αριστερά απ’ το παράθυρο με τα βαριά στόρια, τις είχε ζωγραφίσει τον Γενάρη – πόσος καιρός είχε περάσει από τότε... Ήταν οι χειμωνιάτικοι καρποί με τα πιο καλοκαιρινά χρώματα: χρυσαφιά εσπεριδοειδή σε μια γαλάζια πιατέλα, δεξιά. Αριστερά, πράσινα μήλα πάνω στο βαθυκόκκινο τραπεζομάντιλο. Και στους δυο πίνακες υπήρχε κάπου το ίδιο μαχαίρι, με τα δοντάκια και την ξύλινη λαβή. Τώρα, στο ημίφως, όλα σαν να έδειχναν πάλι την πρώτη τους φάση, το σχέδιο με το κάρβουνο, το αρχικό τους μαύρο – και το τελικό. Πάνω από το κομμό κρεμόταν ένας ακόμη πίνακας. Αυτός ήταν ο πιο πρόσφατος. Μακρόστενος και με μάλλον περίεργο θέμα: ένα κοράκι πάνω στο γυμνό κλαδί μιας συκιάς. Εκείνη τη στιγμή φωτιζόταν έντονα το ράμφος του. Φαινόταν να μακραίνει και να στοχεύει δυσοίωνα στον άλλο τοίχο, στην εικόνα του Ευαγγελισμού – το μόνο έργο εκεί μέσα που ήταν αλλουνού. Το είχε ιστορήσει ένας καλόγερος, στους γάμους της άλλης Γαλάτειας, της γιαγιάς της. Η Γαλάτεια συνέλαβε για πρώτη φορά μιαν ανοίκεια έκφραση τρόμου στο σκοτεινό πρόσωπο της Παναγίας. Η λάμψη του αρχάγγελου, σαν δίχτυ, την παγίδευε στη γωνιά της, κι η Παρθένος έμοιαζε σαν να ήθελε να ξεφύγει από την ευλογία. Ήταν εξαιτίας της φλόγας που τρεμόπαιζε; Αν όμως ο καλόγερος είχε κατορθώσει να δώσει και πλάγιο φωτισμό από τ’ αριστερά, τότε, η αιωνιότητα μπορεί να ισορροπούσε πραγματικά στο σωστό χρονικό σημείο – (Τι ακατάληπτη σκέψη ήταν αυτή που πέρασε απ’ το μυαλό της;) Την έδιωξε γρήγορα, σίγουρα δεν ήταν δική της, ούτε όμως και του καλόγερου θα ήταν.
Είχε παρατηρήσει ότι συχνά, ιδίως τη νύχτα, στριφογύριζαν στην κεφαλή της τέτοιες αδέσποτες, μυριάδες, σκέψεις, σαν ψυχές γύρω από αναμμένη λάμπα. Αναστέναξε. Εκείνη δεν θα ξαναζωγράφιζε πια. Το καβαλέτο και το βαλιτσάκι της ήταν ταχτοποιημένα βαθιά μέσα στο ντουλάπι του μπουντουάρ. Θα τα έδινε κάποτε στη θυγατέρα της, σκέφτηκε τολμηρά, και ένιωσε τα μάγουλά της να πυρώνουν. Βέβαια, τώρα θα έκανε και μωρό. Θυμήθηκε ξαφνικά τη μέρα, πριν από οχτώ χρόνια, που η Βηθλεέμ είχε έρθει να την ξυπνήσει για να πάει σχολείο, κι αυτή δεν σηκωνόταν απ’ το κρεβάτι. Είχε κουκουλωθεί, είχε γυρίσει απ’ τη μεριά του τοίχου, κουβαριασμένη, και περίμενε ν’ αποθάνει. «Δεν θα ξαναπάω σχολείο. Πετούσα πάλι στον ύπνο μου κι έπεσα σε γκρεμό, τρέχουν αίματα, θ’ αποθάνω», της είπε πνιχτά, με την κεφαλή κάτω απ’ την κουβέρτα. Η Βηθλεέμ ξαφνιάστηκε λίγο, μετά χαμογέλασε και μετά αναστέναξε. Τη σήκωσε αποφασιστικά απ’ το κρεβάτι, την έστησε ορθή, την έγδυσε, κι άρχισε να μαζεύει σε μπόγο και τ’ άλλα ρούχα, μουρμουρίζοντας, «Άντε πάλι να στένω καζάνι, προχτές είχαμε πλύση, δεν ήταν να σου’ρχονταν προχθές;» Πήρε την κανάτα απ’ το κομμό, έχυσε λίγο νερό στην πορσελάνινη λεκάνη και της έπλυνε τα μπούτια μ’ ένα πανί. Η Γαλάτεια έκλαιγε σιγανά. Ένιωθε ένα βουβό πόνο στην κοιλιά, αλλά χειρότερα από τον πόνο ήταν η τρομάρα και η ντροπή της. Το νερό στη λεκάνη έγινε κατακόκκινο. Η Βηθλεέμ βρήκε στο συρτάρι ένα προσόψι και το στερέωσε με δυο παραμάνες, τετράδιπλο, στο μάκρος, πάνω σ’ ένα καθαρό εσώρουχο. Το έδωσε στο κορίτσι να το φορέσει, και μετά την έντυσε με την ποδιά του σπιτιού. «Άντε, δεν έχει σήμερα σχολειό», της είπε. «Θα πέψω μήνυμα στη δασκάλα με τον Λύσανδρο πως είσαι ανήμπορη. Κάτσε εδώ παέ και διάβασε τα βιβλία σου.» Τη χτένισε κι έπλεξε την κοτσίδα της, αλλά, αντί να την αφήσει να κρέμεται στη ράχη, όπως κάθε πρωί, τη στρούφιξε και την έφερε βόλτα στην κεφαλή της, σαν στεφάνι, και την κάρφωσε με φουρκέτες που έβγαλε από τα δικά της μαλλιά. «Είσαι γυναίκα, μπλιο, κακορίζικο», σχολίασε λακωνικά. Η Γαλάτεια ήταν πολύ καλοαναθρεμμένη, ήξερε πως τα παιδιά δεν πρέπει να ρωτάνε, αλλά δεν άντεξε. «Θα γίνω καλά; Πε μου, τι αρρώστεια είναι αυτά τα αίματα;» Η Βηθλεέμ άδειασε τη λεκάνη με το ματωμένο νερό απ’ το παράθυρο. «Της Εύας η κατάρα, είναι», της είπε με χαμηλή φωνή. «Και των θυγατέρων της. Πα’ να πει πως τώρα μπορείς και του λόγου σου να κάνεις μωρό.» Η Γαλάτεια τρομοκρατήθηκε ακόμα πιο πολύ. «Θα κάνω μωρό;» «Όντε θα σε παντρέψουν. Πρέπει πρώτα να το βλοήσει παπάς, αλλιώς είναι αμαρτία μεγάλη.» «Πότε θα με παντρέψουν;» «Σ’ έπιασε η βιάση; Οχτώ χρόνων είσαι, δα!» Η Γαλάτεια δεν καταλάβαινε. «Τι έχουν να κάμουν με το μωρό αυτά τα αίματα;» «Τα αίματα είναι από κοπέλι ακάμωτο – που δεν κατέχεις ακόμη να το κάμεις και του λείπει πράμα και ψυχή κι αποθνήσκει. Κάθε μήνα θα τα βλέπεις αυτά τα αίματα και θα μου λες εμένανε κρυφά να σου δίνω τα πανιά σου. Μην τ’ αναθιβάνεις άλλο – η μαμά σου λέει πως δεν είναι καθώς πρέπει κουβέντες ετούτες.» Η Γαλάτεια δεν θα το ξανακουβέντιαζε.
Κατάρα, αμαρτία, μισά μωρά που έσταζε το αίμα τους – η εικόνα ήταν φριχτή. Την καταχώνιασε βαθιά στο μυαλό της, τόσο βαθιά, που της ήρθε ζάλη κι έχασε τον κόσμο. Μέχρι την αποψινή βραδιά δεν το’χε ξανασκεφτεί. Τώρα, όμως, είδε πάλι, σαν μέσα σε αστραπή, ολοζώντανη τη σκηνή. Απόψε θα την πάντρευαν. Μετά από εκατό περίπου, μισοκαμωμένα και πεθαμένα μωρά, θα έδινε επιτέλους την ευλογία ο παπάς και θα σταματούσε αυτός ο εφιάλτης. Θα έκανε ένα ζωντανό. Μια θυγατέρα όμορφη σαν την κουτσούνα της, και θα τη στόλιζε και θα την έπαιζε και θα της τραγουδούσε. Γύρισε τα μάτια προς τον καθρέφτη της τουαλέτας – κάτι που απέφευγε να κάνει τόση ώρα – και κοιτάχτηκε κλεφτά. Τα πυκνά της μαλλιά ήταν σηκωμένα σε κότσο, σκιές της βάραιναν τα βλέφαρα. Στη λακουβίτσα του λαιμού, ο σφυγμός της διακρινόταν να χτυπά δυνατά. Το μπουστάκι πίεζε τα μικρά της στήθη, που ήδη από το σφίξιμο του κορσέ ανέβαιναν αφύσικα ψηλά και την πονούσαν. Έμοιαζε με κάποια άλλη – δεν είχε πια καμιά σχέση με τη χθεσινή μαθήτρια του Γ’ Χριστιανικού Παρθεναγωγείου – ήταν σαν να τα είχε μάθει ξαφνικά όλα και να είχε αποφοιτήσει βιαίως. Της είχαν βγάλει και τα κοριτσίστικα σκουλαρίκια με τις γαλάζιες πέτρες. Τώρα, φορούσε, σαν κυρία, τα κρεμαστά σκουλαρίκια της μαμάς της, βαρύτιμα, με μαργαριτάρια σε σχήμα δακρύων. Το ξαφνικό άνοιγμα της πόρτας την έκανε ν’ αναπηδήσει τρομαγμένη. Η Βηθλεέμ μπήκε βιαστική στο δωμάτιο. Οι σκληρές γωνίες του προσώπου της και τα σμιχτά της φρύδια της έδιναν μια μόνιμη αγριωπή έκφραση – αλλά τώρα φαινόταν πιο θυμωμένη απ’ ότι συνήθως. «Στον καταραμένο τόπο, Μάη μήνα βρέχει», δήλωσε. «Μου έκαμαν τη σάλα με τα στιβάνια τους... Έλα μάθκια μου ν’ αρχίσεις να ντύνεσαι και να ποδένεσαι.» Έκλεισε την πόρτα και πήγε ν’ ανεβάσει λίγο το φυτίλι της λάμπας. Το δωμάτιο φωτίστηκε. «Η μαμά σου θα τους τρατάρει τώρα, θα σταθεί και στις υπογραφές, απέ θ’ ανέβει. Ο παπάς δεν ξαργεί.» «Ο – Ελόγου του ήταν που ήρθε;» ρώτησε η Γαλάτεια. «Ναι. Κι ο συμβολαιογράφος. Αντάμα. Πάτα στο ταπέτο, θα ξεγιβεντίσεις τις κάρτσες σου.» «Είδες τον; Πώς είναι;» Η Βηθλεέμ άνοιξε την καρυδένια ντουλάπα και το νυφικό αιωρήθηκε μια στιγμή στο ρευματάκι σαν φάντασμα. Τοπήρε στην αγκαλιά της κι άπλωσε με προσοχή τη λεπτοδουλεμένη βενετσιάνικη δαντέλα στο κρεβάτι. «Πώς είναι τον; Ο άντρας που σου δίνει ο κύρης σου; Άσπρος, μαύρος, αψηλός, κοντακιανός – η τύχη σου είναι.» Δίπλωσε τη μακριά ουρά και την έστρωσε στο πλάι. «Μα έτσι δα, φουρ φουρ, μες στη νύχτα... Όλα τα κορίτσια –« ‘εκανε να πει η Γαλάτεια και σταμάτησε. «Μωρέ, αν δεν γινόταν έτσι, φουρ φουρ... Εσύ, αθιβολή δεν έχεις, κακορίζικο. Εμ, ίντα τόθελε να γυρνά ο κύρης σου στα χωριά και να κάνει κόμματα για τον Βενιζέλο; Πολιτικά και κουζουλάδες. Και τώρα; Κύριος οίδε τι θα κάμουν οι άλλοι ταχυά. Άμα ξανοίξει η μέρα, περιουσίες θα χαθούν. Μπορεί και κεφαλές. Φώτιση είχε να τα περάσει όλα στ’ όνομά σου με το προικοσύμφωνο και να σωθείτε. Ξα’ του. Φόρα πρώτα τα μποτίνια σου κι έλα επαέ να σε ντύσω, μην ξεχουρδιστείς.» Καθώς ξαναστράφηκε προς τη ντουλάπα συμπλήρωσε μές απ’ τα δόντια της «απού λυπάται ξένο κρέας, τρων οι σκύλοι το δικό του.» Η Γαλάτεια πήρε τα άσπρα ψηλοτάκουνα μποτίνια που της είχε δώσει η Βηθλεέμ, έσκυψε με δυσκολία, τα φόρεσε κι άρχισε να τα κουμπώνει. «Κι άμα δεν είναι καλός;» «Κακό άνθρωπο δεν θα σούδινε ο κύρης σου. Κατέχει τα δα αυτός.» «Μα μήτε και λόγου του τον ξέρει. Ξένος είναι.» «Ρώτηξε κι έμαθε. Θα ’βαζε, μαθές, όποιον όποιον στο σπίτι του;»
Η Γαλάτεια στάθηκε ορθή, έσκυψε κι άφησε να της περάσει σιγά σιγά το νυφικό απ’ το κεφάλι, προσέχοντας να μη χαλάσουν τα μαλλιά της. Η Βηθλεέμ άρχισε να κλείνει τις κόπιτσες πίσω. Μετά, της έστρωσε τα κατσαρά στο μέτωπο. Οπισθοχώρησε για να την καμαρώσει και το στυφό της πρόσωπο γλύκανε. «Χαρώ το εγώ! Σαν ρηγοπούλα είσαι!» Μετά, το πρόσωπό της σφίχτηκε πάλι. Πήγε ως την πόρτα και τη μισάνοιξε. «Θαρρώ τέλειωσε το κοσσούλτο, έρχεται η μαμά σου. Το μπονεδάκι, γλήγορα!» Της φόρεσε το νταντελένιο μπονεδάκι και το στερέωσε μ’ ένα στεφάνι από πέρλες. Μετά, σήκωσε την ουρά του νυφικού και τη δίπλωσε όμορφα στο μπράτσο της Γαλάτειας. «Έτοιμη, κυρία Γαλάτεια! Ξάνοιγε, θα μείνεις ορθή, ντρέτη και φρόνιμη μέχρι να κατέβεις.» Την κοίταξε εξεταστικά. «Δε μου λες, κατέεις πράμα για την πρώτη νύχτα του γάμου;» Η Γαλάτεια σήκωσε τα μάτια απορημένη. «Καλά. Θα σου πει η μαμά σου. Ανεβαίνει. Εγώ γιαγέρνω στην κουζίνα να δω το γαμοπίλαφο.»
..................................................................................................................................
Τώρα, η Γαλάτεια βρισκόταν στο κρεβάτι, κουκουλωμένη κάτω από τα φρέσκα, μοσχοβολιστά σκεπάσματα. Η Βηθλεέμ την είχε γδύσει, της είχε φορέσει την καινούργια νυχτικιά, της είχε βουρτσίσει με ιδιαίτερη επιμέλεια τα μαλλιά, και την περίμενε ώσπου να πλαγιάσει. Είχε αφήσει τη λάμπα αναμμένη φεύγοντας, και της είχε πει, σχεδόν χαμογελαστά, «καλό ξημέρωμα και να ’χει την ευκή της». Νύσταζε, αλλά δεν τολμούσε να κλείσει τα μάτια. Ο «σύζυγός» της θα ερχόταν σε λίγο να κοιμηθεί κι αυτός στην κάμαρά της. Ένιωθε μπερδεμένη. Κάτι δεν της πήγαινε καλά. Εντάξει, το ήξερε πως οι παντρεμένοι κοιμούνται συνήθως στην ίδια κάμαρα - όπως και οι γονείς της-, αλλά αυτοί γνωρίζονται χρόνια. Πώς αυτός, έτσι, από την πρώτη συνάντηση; Η Γαλάτεια ένιωθε ζαλισμένη. Είχε πιει κρασί, απ’ αυτό του Ιερόθεου – τι ωραίο που ήταν! Βυσσινί, διαυγές και πυκνό, σαν μετάληψη.
Με άρωμα σταφυλιού και με γεύση γλυκιά και στυφή μαζί. Κυλούσε στο λαρύγγι σαν γαργαλητό, ζέσταινε το στήθος κι άφηνε στο στόμα μιαν άχνα από σάρκα ελιάς. Το τραπέζι είχε στρωθεί με το μεγάλο λινό τραπεζομάντιλο απ’ τα προικιά της. Στις τέσσερις άκρες υπήρχε το κοφτό κέντημα που τόσο την είχε παιδέψει και το υπερκαλλιγραφημένο μονόγραμμα ΓΒ. Είχαν βάλει και τα καλά σερβίτσια, τ’ ασημένια μαχαιροπίρουνα και τα ποτήρια με τη χρυσαφένια μπορντούρα. Η Γαλάτεια, σκυμμένη στο πιάτο, έριχνε στον «σύζυγό» της, τον Μωϋσή, κλεφτές ματιές – δεν ήταν ούτε ωραίος ούτε άσχημος. Η μύτη του μόνο τραβούσε την προσοχή με το μήκος και την κλίση της. Τα μάτια του, μια στιγμή που τα βλέματά τους συναντήθηκαν κι εκείνη ντροπιάστηκε, ήταν μαύρα και ανήσυχα, δεν μπορούσαν να σταθούν σ’ ένα σημείο. (Σαν μπάμπουρες, σκέφτηκε.) Κοντακιανός μάλλον, κι αχαμνός, δεν έμοιαζε καθόλου με τον πρίγκιπα που ονειρεύονται τα κορίτσια – τ’ άλλα κορίτσια δηλαδή, όχι εκείνη· εκείνη δεν ήθελε καθόλου να παντρευτεί. Όχι, δεν ήθελε. Κι όμως, να. Εδώ και δυο ώρες, ξαφνικά, ήταν παντρεμένη. Είχε σταθεί στο πλευρό αυτού του άγνωστου, ο παπά Ιερόθεος είπε μπουρ μπουρ τα λόγια της ευλογίας, ο κύριος Τζες – ο συμβολαιογράφος – και τώρα σύντεκνος- άλλαξε τα στέφανα και, μετά, ο κύρης της ασπάστηκε τους «συζύγους» και τους έδωσε την ευχή του.
Η Βηθλεέμ δάκρυσε, καθώς και το Γιασεμί, η δούλα του σύντεκνου, που είχε έρθει να βοηθήσει. Η μαμά, στον κόσμο της όσο ποτέ, χαμογέλασε κοσμικά και είπε αμέσως «Περάστε τώρα στην τραπεζαρία.» Τόσο απλό ήταν. Άσπρα μεγάλα κεριά άναβαν στα δυο βαριά σαμντάνια πάνω στον μπουφέ. Η βάση τους ήταν περίτεχνα σκαλισμένη. Τι ακριβώς συμβόλιζε το σύμπλεγμα; Αναφερόταν σε κάποιον μύθο; Ποτέ δεν είχε ρωτήσει τον μπαμπά σχετικά. Ένας πελαργός και τυλιγμένο γύρω του ένα φίδι. Το φίδι έπνιγε τον πελαργό; Ο πελαργός σκότωνε το φίδι; Η Γαλάτεια ήταν καθισμένη ακριβώς απέναντι και η φλόγα των κεριών σαν να την υπνώτιζε. Δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί και να παρακολουθήσει τη συζήτηση. Μα δε γινόταν και κανονική συζήτηση. Υπήρχε μια αμηχανία. Η μαμά ρωτούσε κάθε τόσο ευγενικά αν θέλουν λίγο από τούτο και λίγο απ’ τ’ άλλο. Οι άντρες έπιναν συνέχεια και δεν πολυμιλούσαν. Ο σύντεκνος έτρωγε απίστευτες ποσότητες με γοργό ρυθμό και, κατά τ’ άλλα, άνοιγε το στόμα του μόνο για να πει «ναι, ευχαριστώ». Ο πεθερός, με μεγάλες παύσεις ανάμεσα, ζητούσε πληροφορίες από τον γαμπρό για τα μέρη του στην Καπαδοκία, για τους μεταξοσκώληκες – αν απέδιδε η σηροτροφία. Αυτός, ο Μωυσής, έδινε πολύ φτωχές απαντήσεις που δεν βοηθούσαν καθόλου την κουβέντα. Η φωνή του αντηχούσε λίγο δυσάρεστα, τραχειά και σκουριασμένη, σε σύγκριση με την καλλιεργημένη φωνή του πεθερού. Η Γαλάτεια συνέκρινε αυτό το «γλέντι» του γάμου της με τα τραπέζια των Βορεάδηδων, όπου οι λόγιοι συνδαιτημόνες τιμούσαν πάντα το εκλεκτό φαγητό και το κρασί συνοδεύοντάς τα με ζωηρούς λεκτικούς διαξιφισμούς επί φιλολογικών ζητημάτων που κατέληγαν, πολλές φορές, σε ομηρικούς καυγάδες. Τον τελευταίο χρόνο είχε κερδίσει το δικαίωμα να συμμετέχει κι εκείνη πότε πότε, με καμιά ερώτηση ή ακόμα και παρατήρηση. Τώρα, σαν παντρεμένη γυναίκα, θα μπορούσε να είναι πιο τολμηρή. Να, ήδη, σήμερο, πρώτη μέρα, κι είχε μείνει στο τραπέζι με τους «μεγάλους» μέχρι τα μεσάνυχτα. Όχι, τώρα ήταν μεσάνυχτα ακριβώς. Σκεφτηκε πως θα έπρεπε να κάνει πιπί. Αργότερα, με τον ξένο άνθρωπο εκεί μέσα, δεν θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει το αγγείο νυκτός. Σηκώθηκε και πήγε στην πόρτα να βάλει τον σύρτη. Εκείνη τη στιγμή άκουσε τη σκάλα να τρίζει. Ήταν αργά. Θα μπορούσε ίσως να του πει να περιμένει λίγα λεπτά; Ώσπου ν’ αποφασίσει τι έπρεπε να κάνει, ο Μωυσής βρισκόταν κιόλας μέσα στο δωμάτιο. Η Γαλάτεια, ντροπιασμένη που την έβλεπαν με το νυχτικό, έτρεξε να χωθεί πάλι στο κρεβάτι. Ο Μωυσής την πρόφτασε. Την έπιασε απότομα από τους ώμους και τη γύρισε προς το μέρος του. Κόλλησε πάνω της αναγκάζοντάς τη να γείρει προς τα πίσω. Η Γαλάτεια, τρομαγμένη, άνοιξε το στόμα να διαμαρτυρηθεί. Τα δόντια της χτύπησαν πάνω στα δικά του. Τη δάγκωσε. Η γλώσσα του, σκληρή, χώθηκε ανάμεσα στα χείλη της. Προσπάθησε να τον απωθήσει, χτυπώντας τον αδύναμα στο στήθος. Την έσπρωξε μ’ όλο του το βάρος προς το κρεβάτι – ένα γελοίο τρέκλισμα από ένα δικέφαλο τετράποδο. Την ίδια στιγμή, τα χέρια του την πασπάτευαν άγρια, παντού, σηκώνοντάς της τη νυχτικιά μέχρι το κεφάλι. «Πανάθεμά το!» μούγκρισε πνιχτά. Είχε μπλέξει με μια κορδέλα και την τραβούσε να τη σπάσει. Η Γαλάτεια έχασε την ισορροπία της κι έπεσε διαγώνια στο στρώμα. Πάλευε να πάρει ανάσα. Άκουσε το χσσς από το εσώρουχό της που της το έσκιζε. Έπεσε πάνω της. Ένιωσε ένα δυνατό πόνο στα σωθικά και τα δόντια του να βυθίζονται στο λαιμό της. Ούρα και αίμα πλημμύρισαν τα λευκά στρωσίδια. Πριν λιποθυμήσει κατάλαβε πως αυτός δεν ήταν άνθρωπος – ήταν ο ΒΡΙΚΟΛΑΚΑΣ. Τους είχε ξεγελάσει όλους – ακόμα και τον κύρη της- και τώρα θα την έτρωγε ζωντανή.
Παυλίνα Παμπούδη
(ΧΑΡΤΙΝΗ ΖΩΗ, Ροές, 2003)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου