Το 1968, στο Παρίσι, έλαβα από τον Νίκο Γκάτσο ένα φάκελο που περιείχε τον Θρήνο για τον Ιγνάθιο Σάντσεθ Μεχίας στην ελληνική απόδοση που είχε ετοιμάσει ο ίδιος, μαζί με την προτροπή να μελοποιήσω το έργο. Οι καιροί τότε ήταν συναισθηματικά φορτισμένοι, κι εγώ συνδύασα από την αρχή στο μυαλό μου την ηρωική μορφή που σκοτώνεται από αυτόν τον «μαύρο ταύρο του πόνου» με όσα συνέβαιναν εκείνη την εποχή στην Ελλάδα. Στρώθηκα αμέσως στη δουλειά. Με είχε συνεπάρει αυτός ο σπαραχτικός -ηρωικός και ερωτικός- θρήνος του Λόρκα για το μεγάλο ταυρομάχο και μοναδικό του φίλο.
[...] Η ηχογράφηση του έργου έγινε στην Αθήνα το 1971, κάτω από περίεργες, σχεδόν μυθιστορηματικές, συνθήκες -μια κατάσταση μεταξύ νομιμότητας και παρανομίας. Λίγες μέρες αργότερα, γύρισα ξανά στο Παρίσι, κουβαλώντας μαζί μου τις μαγνητοταινίες της ηχογράφησης. Ένα απόγευμα, ένας Γάλλος φίλος, που εκείνη την περίοδο φωτογράφιζε αποκλειστικά πίνακες του Νταλί, ακούγοντας το έργο, με ρώτησε αν θα ήθελα να ακούσει τη μουσική μου ο Νταλί. Δέχτηκα χωρίς να πολυπιστεύω ότι θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί ποτέ μια τέτοια συνάντηση. Όμως δυο μέρες μετά, χτυπάει το τηλέφωνο και μου δίνει ραντεβού στο Hotel Maurice, στη σουίτα του Ισπανού ζωγράφου. Η υποδοχή ήταν άκρως επεισοδιακή, αλλά αυτός εδώ δεν είναι ο κατάλληλος χώρος για περισσότερες λεπτομέρειες. Θα πω μόνο ότι ο προκαθορισμένος χρόνος της συνάντησης ήταν ένα τέταρτο, αλλά η συνάντηση κράτησε τελικά δύο ώρες.
Ο Νταλί άκουσε όλο το έργο, δείχνοντας με διάφορους -πάντα ιδιόρυθμους- τρόπους το πόσο του άρεσε και πόσο τον είχε συγκινήσει. «Πόσες φορές έχεις πάει στην Ισπανία;» «Καμία» «Miracolo! Miracolo! Αύριο το μεσημέρι θέλω να φάμε μαζί να σου γνωρίσω έναν φίλο μου». Ο φίλος που ο Νταλί μου γνώρισε ήταν ο Αντρέ Μαλρό. Ένιωθα αμήχανος ανάμεσα στα δυο αυτά ιερά τέρατα. Από την αρχή ο Μαλρό εκφράζει την έκπληξή του πώς μπόρεσε ένας Έλληνας συνθέτης να γράψει ένα έργο με ισπανικές επιρροές ικανό να συγκινήσει έναν Νταλί, και μάλιστα χωρίς να έχει πατήσει ποτέ το πόδι του στην Ισπανία - τότε δεν είχαμε ανακαλύψει ακόμα τις σειρήνες της... πολυπολιτισμικότητας και των έθνικς. Κι εγώ, ξεχνώντας για λίγο την αμηχανία μου, παρατήρησα: ναι, έχω πάει στην Ισπανία, αλλά πριν από δυόμισι χιλιάδες χρόνια...
Κάποια στιγμή ο Μαλρό ρώτησε ποιό ήταν το κομμάτι εκείνο του ποιήματος που ξεκλείδωσε τις μουσικές που έκρυβα μέσα μου. Του απάντησα, ο τελευταίος στίχος. Και κάνοντας επίδειξη των ανύπαρκτων ισπανικών μου, του απήγγειλα τον τελευταίο στίχο: «Y recuerdo una brisa triste por los olivos». Εκείνη τη στιγμή ο Νταλί, χτυπώντας στο πάτωμα το μπαστούνι του με την ασημένια λαβή, είπε: «Μου δίνετε την ευκαιρία να σας διηγηθώ μια ιστορία που συνέβη αρκετά χρόνια πριν, στη Σεβίλλη». Ένα βράδυ, ο Λόρκα, ο Μεχίας και ο Νταλί διασκεδάζουν σε μία ταβέρνα. Συζητάνε για τα πράγματα που τους επηρέασαν από μικρά παιδιά και που τους βοήθησαν να πάρουν το δρόμο που τελικά πήραν.
Ο Μεχίας διηγήθηκε ότι συνήθιζε να κλέβει ένα κόκκινο φόρεμα της μάνας του και με ένα ξύλινο σπαθί στο χέρι, «ταυρομαχούσε» με τις αγελάδες στο οικογενειακό κτήμα που ήταν ένας απέραντος ελαιώνας. Τη στιγμή που έδινε το «τελειωτικό» χτύπημα στον υποτιθέμενο ταύρο, δηλαδή στην αγελάδα, ακούγοντας το θρόισμα που έκανε ο αέρας περνώντας μέσα από τα φυλλώματα των ελαιόδεντρων, ένιωθε σαν να βρισκόταν μέσα στην αρένα. Κι εκεί, ακούγοντας τις ιαχές του πλήθους, υποκλινόταν. «Αυτή ήταν η ανάμνηση που κράτησε ο Φεδερίκο για το τέλος του ποιήματός του», είπε ο Νταλί. Κι ο Μαλρό, πιάνοντάς μου το χέρι, πρόσθεσε: «Παιδί μου, έτσι γράφεται η μεγάλη ποίηση. Ή κάπως έτσι».
ΣΤΑΥΡΟΣ ΞΑΡΧΑΚΟΣ
Μουσική : Σταύρος Ξαρχάκος, Ποίηση : Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα , Δίσκος : Llanto por Ignacio Sanchez Mejias (η ηχογράφηση έγινε στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών το 1996). Το ποίημα γράφτηκε από το Λόρκα το 1934, με αφορμή το θάνατο του καλύτερου του φίλου , Ignacio Sanchez Mejias σε ταυρομαχία.
Το έργο συνέθεσε ο Ξαρχάκος το 1968 στο Παρίσι και πρωτοκυκλοφόρησε στα Ελληνικά (σε απόδοση Ν.Γκάτσου) το 1971 με το Μάνο Κατράκη στην απαγγελία και τον βαρύτονο Κώστα Πασχάλη.
Η σύνθεση του στα Ισπανικά έγινε μετά από παραγγελία του Pierre Jourdan το 1994 . Απαγγέλει η ηθοποιός Isabelle Ayukar και τραγουδά η μεσόφωνος Lucile Vignon.
Στο πρώτο μέρος ακούγεται ο Νίκος Γκάτσος, που απαγγέλει στα Ισπανικά απόσπασμα του ποιήματος με τίτλο : Cuerpo presente (Σώμα στην πέτρα).
[...] Η ηχογράφηση του έργου έγινε στην Αθήνα το 1971, κάτω από περίεργες, σχεδόν μυθιστορηματικές, συνθήκες -μια κατάσταση μεταξύ νομιμότητας και παρανομίας. Λίγες μέρες αργότερα, γύρισα ξανά στο Παρίσι, κουβαλώντας μαζί μου τις μαγνητοταινίες της ηχογράφησης. Ένα απόγευμα, ένας Γάλλος φίλος, που εκείνη την περίοδο φωτογράφιζε αποκλειστικά πίνακες του Νταλί, ακούγοντας το έργο, με ρώτησε αν θα ήθελα να ακούσει τη μουσική μου ο Νταλί. Δέχτηκα χωρίς να πολυπιστεύω ότι θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί ποτέ μια τέτοια συνάντηση. Όμως δυο μέρες μετά, χτυπάει το τηλέφωνο και μου δίνει ραντεβού στο Hotel Maurice, στη σουίτα του Ισπανού ζωγράφου. Η υποδοχή ήταν άκρως επεισοδιακή, αλλά αυτός εδώ δεν είναι ο κατάλληλος χώρος για περισσότερες λεπτομέρειες. Θα πω μόνο ότι ο προκαθορισμένος χρόνος της συνάντησης ήταν ένα τέταρτο, αλλά η συνάντηση κράτησε τελικά δύο ώρες.
Ο Νταλί άκουσε όλο το έργο, δείχνοντας με διάφορους -πάντα ιδιόρυθμους- τρόπους το πόσο του άρεσε και πόσο τον είχε συγκινήσει. «Πόσες φορές έχεις πάει στην Ισπανία;» «Καμία» «Miracolo! Miracolo! Αύριο το μεσημέρι θέλω να φάμε μαζί να σου γνωρίσω έναν φίλο μου». Ο φίλος που ο Νταλί μου γνώρισε ήταν ο Αντρέ Μαλρό. Ένιωθα αμήχανος ανάμεσα στα δυο αυτά ιερά τέρατα. Από την αρχή ο Μαλρό εκφράζει την έκπληξή του πώς μπόρεσε ένας Έλληνας συνθέτης να γράψει ένα έργο με ισπανικές επιρροές ικανό να συγκινήσει έναν Νταλί, και μάλιστα χωρίς να έχει πατήσει ποτέ το πόδι του στην Ισπανία - τότε δεν είχαμε ανακαλύψει ακόμα τις σειρήνες της... πολυπολιτισμικότητας και των έθνικς. Κι εγώ, ξεχνώντας για λίγο την αμηχανία μου, παρατήρησα: ναι, έχω πάει στην Ισπανία, αλλά πριν από δυόμισι χιλιάδες χρόνια...
Κάποια στιγμή ο Μαλρό ρώτησε ποιό ήταν το κομμάτι εκείνο του ποιήματος που ξεκλείδωσε τις μουσικές που έκρυβα μέσα μου. Του απάντησα, ο τελευταίος στίχος. Και κάνοντας επίδειξη των ανύπαρκτων ισπανικών μου, του απήγγειλα τον τελευταίο στίχο: «Y recuerdo una brisa triste por los olivos». Εκείνη τη στιγμή ο Νταλί, χτυπώντας στο πάτωμα το μπαστούνι του με την ασημένια λαβή, είπε: «Μου δίνετε την ευκαιρία να σας διηγηθώ μια ιστορία που συνέβη αρκετά χρόνια πριν, στη Σεβίλλη». Ένα βράδυ, ο Λόρκα, ο Μεχίας και ο Νταλί διασκεδάζουν σε μία ταβέρνα. Συζητάνε για τα πράγματα που τους επηρέασαν από μικρά παιδιά και που τους βοήθησαν να πάρουν το δρόμο που τελικά πήραν.
Ο Μεχίας διηγήθηκε ότι συνήθιζε να κλέβει ένα κόκκινο φόρεμα της μάνας του και με ένα ξύλινο σπαθί στο χέρι, «ταυρομαχούσε» με τις αγελάδες στο οικογενειακό κτήμα που ήταν ένας απέραντος ελαιώνας. Τη στιγμή που έδινε το «τελειωτικό» χτύπημα στον υποτιθέμενο ταύρο, δηλαδή στην αγελάδα, ακούγοντας το θρόισμα που έκανε ο αέρας περνώντας μέσα από τα φυλλώματα των ελαιόδεντρων, ένιωθε σαν να βρισκόταν μέσα στην αρένα. Κι εκεί, ακούγοντας τις ιαχές του πλήθους, υποκλινόταν. «Αυτή ήταν η ανάμνηση που κράτησε ο Φεδερίκο για το τέλος του ποιήματός του», είπε ο Νταλί. Κι ο Μαλρό, πιάνοντάς μου το χέρι, πρόσθεσε: «Παιδί μου, έτσι γράφεται η μεγάλη ποίηση. Ή κάπως έτσι».
ΣΤΑΥΡΟΣ ΞΑΡΧΑΚΟΣ
Μουσική : Σταύρος Ξαρχάκος, Ποίηση : Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα , Δίσκος : Llanto por Ignacio Sanchez Mejias (η ηχογράφηση έγινε στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών το 1996). Το ποίημα γράφτηκε από το Λόρκα το 1934, με αφορμή το θάνατο του καλύτερου του φίλου , Ignacio Sanchez Mejias σε ταυρομαχία.
Το έργο συνέθεσε ο Ξαρχάκος το 1968 στο Παρίσι και πρωτοκυκλοφόρησε στα Ελληνικά (σε απόδοση Ν.Γκάτσου) το 1971 με το Μάνο Κατράκη στην απαγγελία και τον βαρύτονο Κώστα Πασχάλη.
Η σύνθεση του στα Ισπανικά έγινε μετά από παραγγελία του Pierre Jourdan το 1994 . Απαγγέλει η ηθοποιός Isabelle Ayukar και τραγουδά η μεσόφωνος Lucile Vignon.
Στο πρώτο μέρος ακούγεται ο Νίκος Γκάτσος, που απαγγέλει στα Ισπανικά απόσπασμα του ποιήματος με τίτλο : Cuerpo presente (Σώμα στην πέτρα).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου