Σάββατο 24 Νοεμβρίου 2007

Το κοχύλι, το ποίημα κι ο Clayderman...


Μέρος Βου!

Ήταν σοκαρισμένη. Προσπαθούσε να βάλει σε μια τάξη τις σκέψεις της. Να καταλάβει τί μύγα τον τσίμπησε κι έκανε έτσι. Καλά τόσο στραβός ήταν και δεν έβλεπε πόσο τον αγαπούσε; Μα ζήλευε τον Μιχάλη; Αν είναι δυνατόν! Αφού ήξερε ότι ήταν σαν αδέρφια. Κι έπειτα κι εκείνος τον αγαπούσε πολύ, όσο και ο Μιχάλης αυτόν. Φοβήθηκε πολύ. Ήξερε πόσο ζηλιάρης και κτητικός ήταν ο δικός της! Ώρες ήταν να του μπει κάνας διάολος και να τα χαλάσει όλα. Τώρα που επιτέλους είχε έναν άνθρωπο στον ξένο τόπο που να τον αγαπά και να τον εμπιστεύεται. Πρέπει να τον πείσω να καταλάβει ότι είναι χαζό να ζηλεύει. Ακούει χτύπημα κουδουνιού. Ήταν ο Μιχάλης. Έκανε τρία χτυπήματα κοφτά συνθηματικά πάντα. Ο δικός της αν και είχε φυσικά τα κλειδιά του, χτυπούσε με ένα μικρό κοφτό γιατί βαριόταν να γυρνάει το κλειδί και ν' ανοίγει.
- Τί έχεις; Τη ρώτησε αμέσως μόλις μπήκε. Το βλέμμα του ανήσυχο, την ανίχνευε. Ήταν πανέξυπνος. Δεν έπρεπε να τον αφήσει να καταλάβει με τίποτα. Θα πέθαινε από ντροπή.
- Τίποτα μωρέ, καλά είμαι. Μάλλον πεινάω...
- Λοιπόν, παραγγέλνω μπιφτέκια στον Μπάμπη εντάξει; Και μην κάνεις βλακείες, κουράζεσαι πολύ. Στο είπα εγώ. Αλλά είσαι και ξεροκέφαλη.
Είχε ήδη σηκώσει το τηλέφωνο και παρήγγειλε μπιφτέκια για όλους. Τα παιδιά πανηγύριζαν. Ναι, ναι, ναι! Μπι-φτέ-κια!!! Λες και πρώτη φορά θα έτρωγαν. Άρχισε να παίζει μαζί τους και να εξηγεί του μεγάλου κάτι με τις βασικές αρχές της πτήσης, στο Κονκόρντ που έπαιζε. Η έλξη, ή ώθηση, η τριβή... άκουγε μηχανικά κι αφηρημένα, ενώ και καλά περιεργαζόταν το δίσκο του Κλάυντερμαν, διαβάζοντας με προσοχή τα του εξωφύλλου. Ο δαίμων της αμηχανίας, είχε ήδη εισχωρήσει ανάμεσά τους.
Σε λίγο ήρθε ο κ. Μπάμπης με τα υπέροχα μπιφτέκια σχάρας που έκανε. Τους καλησπέρισε φιλικά και τους περιεργάστηκε... κάπως. Ή ιδέα της ήταν; Δεν πάμε καλάαααα... σκέφτηκε.
Ταυτόχρονα ήρθε κι ο δικός της ενώ εκείνη έφτιαχνε σαλάτες και σερβίριζε τα μπιφτέκια. Είχε στήσει αυτί και άκουγε από την κουζίνα όλο αγωνία.
- Μπα; Την έκοψε τη δίαιτα; κάγχασε ειρωνικά, όταν τα παιδιά του είπαν για τα μπιφτέκια. Μετά άρχισαν πολιτική συζήτηση με τον Μιχάλη, σχολιάζοντας την επικαιρότητα και μιλώντας μεταξύ τους φιλικά και χαλαρά όπως πάντα. Πήγε η καρδιά της στη θέση της. Άρχισε να φέρνει τα πιάτα στο σαλόνι και ο Μιχάλης σηκώθηκε να βοηθήσει, ενώ ο δικός της του έλεγε κάτσε κάτω ρε συ, θα πάω εγώ. Σε άλλη περίπτωση ούτε να του περάσει απ' το μυαλό.
Όλα κύλησαν φιλικά και μια χαρά όπως πάντα, τόσο που ξεχάστηκε. Το βράδυ στο κρεβάτι, ο έρωτας παράφορος με δόσεις κτητικότητας, όχι για να ξέρεις ποιανού είσαι, ήθελε να της πει. Μην και το ξεχνούσε.
Την περίοδο των Χριστουγέννων πήγαν ένα ταξίδι στην πρωτεύουσα, όλη η οικογένεια και με τους φίλους τους παλιούς, τα ξενύχτια, τους δικούς της ανθρώπους, σχεδόν ξέχασε την ύπαρξη του Μιχάλη. Όταν γύρισαν ήταν η σειρά εκείνου να φύγει για μια βδομάδα. Θα πήγαινε να δει γονείς και τον αδερφό του και να ψωνίσει κάποια ρούχα. Γύρισε σε τρεις μέρες και χωρίς ψώνια, ενώ είχε άδεια όλη τη βδομάδα.
- Δεν κρατιόταν ο άνθρωπος! σάρκασε ο δικός της μέσα απ' τα δόντια του.
- Αλέξη, κόφτο. Τα 'παμε αυτά. Δε θα δηλητηριάσουμε τη φιλία μας για μια ανοησία.
- Καλά! Κάνε πως δεν καταλαβαίνεις! Ο κόσμος τόχει τούμπανο...
- Δεν κατάλαβα! Τί είπες; Το μάτι της άστραψε. Έτοιμη ήταν να τα κάνει λίμπα.
- Αυτό που λέω! Σε συζητάνε.
- Συζητάνε ΕΜΕΝΑ; ΠΟΙΟΙ; Ήταν εκτός εαυτού ήδη.
- Ο Βαγγέλης ο ζαχαροπλάστης, μου έλεγε τις προάλλες, ότι το αυτοκίνητο του Μιχάλη είναι συνέχεια από κάτω και γέμισε η γειτονιά και δεν έχουν πού να παρκάρουνε... και το είπε περίεργα.
Και ακολούθησαν κι άλλα τέτοια, συνεχόμενα περιστατικά, που είχαν αρχίσει να της χαλάνε τη διάθεση και να χάνει τον αυθορμητισμό της. Ο Μιχάλης έπιανε το αδιόρατο στην ατμόσφαιρα, αλλά δεν έκαναν ποτέ καμία νύξη. Εκείνη είχε πεισμώσει. Είχε τόσα πολλά μαζεμένα και χρεωμένα του δικού της, του χρέωνε κι ένα ακόμη. Δεν θα τον άφηνε να χαλάσει τη φιλία τους για τις βλακώδεις υποψίες του! Ή μήπως δεν ήταν και τόσο βλακώδεις; Ρε μπας κι έχει δίκιο; Αναρωτιόταν μόνη της. Έχει γούστο να τρέχει κάτι από τη μεριά του Μιχάλη φυσικά. Για τον εαυτό της ήταν τόσο σίγουρη... Δεν υπήρχε περίπτωση να της συμβεί το παραμικρό. Όριζε τα αισθήματά της. Κι άλλωστε τον Αλέξη τον λάτρευε κι ας ήταν απαράδεκτη συχνά η συμπεριφορά του.
Με τούτα και με τ' άλλα, έφτασε Πάσχα. Είχαν έρθει οι γονείς και ο αδερφός του Μιχάλη και 'κείνη φιλοξενούσε μια φίλη της από την Αθήνα. Αραιώσανε. Τα βράδια έβγαιναν χωριστά, είχαν έρθει και πολλοί άλλοι φίλοι και σόγια, γινόταν χαμός. Μεγάλη Παρασκευή πήγε με τη φίλη της για ψώνια στην πρωτεύουσα του νομού. Θυμηθήκανε τα παλιά, διασκεδάσανε, γυρίσανε χαρούμενες, πήρε τα παιδιά από τη γυναίκα που τα κρατούσε και βγήκαν όλοι μαζί στην πλατεία για τους Επιταφίους. Μοσχοβολούσε ο αέρας λουλούδια και έρωτα. Τόσο πολύ έντονα μύριζε που σχεδόν μέθυσε. Στην παρέα τους ήταν πολλοί φίλοι, όλοι αγαπημένοι. Γέλια, χαρές, χαιρετούρες, κουβέντες απλές, γλυκές, μα εκείνη δεν ήταν εκεί. Αναζητούσε το Μιχάλη ανήσυχα με το βλέμμα της χαμένο να ψάχνει το πλήθος. Άφαντος. Ένα σφίξιμο στο στομάχι, ναυτία, πονοκέφαλος.
- Δεν είμαι καλά, ψελλίζει στη φίλη της.
- Το βλέπω. Χλώμιασες ξαφνικά. Τί έχεις ρε συ; Θέλεις να φύγουμε;
- Ναι, νομίζω ότι έχω υπογλυκαιμική κρίση. Νιώθω να χάνομαι...
- Πάμε σπίτι κορίτσι μου. Θα το πω του Αλέξη.
- Θες να φύγουμε; της λέει ανήσυχος.
- Όχι, όχι. Μείνετε εσείς. Θα πάμε με την Λίνα σπίτι... δυο βήματα είναι. Προτιμώ να περπατήσω, να πάρω λίγο αέρα. Εδώ έχει και πολύ κόσμο. Ίσως γι αυτό.
Ξεκινούν αγκαζέ με τη Λίνα, ενώ με τα μάτια της έψαχνε παντού.
- Για λέγε τώρα. Τί τρέχει; ρωτάει η Λίνα ανήσυχη. Την ήξερε καλά, ήταν μαζί από το Δημοτικό.
- Τίποτα ρε. Μην ανησυχείς. Μια ζαλάδα... Μιχάλη!!!! Βγάζει μια κραυγή χαράς λες κι είχε να τον δει χρόνια! Κι εκείνος το ίδιο την αγκάλιασε και τη φίλησε σταυροκουμπωτά, το ίδιο και τη Λίνα. Την έσφιξε δυνατά πολύ όταν την αγκάλιασε ή ιδέα της ήταν; Ξαφνικά της πέρασαν όλα. Πιο περδίκι δεν ήταν ποτέ. Γελάκια γάργαρα, μάτια που έλαμπαν, η καρδιά πετάριζε... Θε μου τί ευτυχία!
- Πού ήσουν; τον ρωτά παραπονιάρικα.
- Μωρέ είναι εδώ οι δικοί μου και η μάνα μου μας τα 'πρηξε με τις δουλειές και πήρα τον Τάσο και πήγαμε στη θάλασσα για κανένα ουζάκι. Γυρίσαμε πριν λίγο και τους άφησα στους Επιταφίους γιατί σε έψαχνα. Ήθελα να σου δώσω κάτι.
Και βγάζει ένα χαρτί. Της το δίνει διπλωμένο. Διάβασέ το σπίτι με την ησυχία σου και τα λέμε, της λέει χαϊδεύοντάς την τρυφερά με το χαμόγελό του. Τις ξαναφιλά σταυροκουμπωτά και με πρόσωπο που έλαμπε απομακρύνθηκε. Όχι δεν ήταν ιδέα της. Την έσφιξε τόσο, που ακούστηκε ένα κρακ στα πλευρά της και στιγμιαία της κόπηκε η ανάσα, αλλά δεν έβγαλε άχνα.
Η Λίνα χαμογέλασε και μέχρι να φτάσουν σπίτι δεν είπε κουβέντα. Την ευγνωμονούσε για την πολύτιμη σιωπή της.
Μπαίνοντας μέσα, πετάνε κι οι δυο με μια κίνηση τις γόβες στον αέρα, γελώντας. Η Λίνα φέρνει παγάκια, όσο εκείνη έβαζε ουίσκι στα ποτήρια. Το Ballade pour Adeline στο πικ άπ, μεγάλωνε την ευτυχία της.
- Λοιπόν; Για λέγε...
- Τί να πω ρε Λίνα... σάμπως ξέρω; Μόνο αυτό μου έλειψε τώρα. Ούτε να το σκεφτώ δε θέλω. Ούτε να το μάθω. Δεν με ρωτάω καν. Δεν τολμώ να με ρωτήσω. Δε με παίρνει. Καταλαβαίνεις έτσι;
- Και πολύ καλά μάλιστα. Αν καταλαβαίνω λέει... Φύσηξε έρωτας βοριάς μέσα στα φύλλα της καρδιάς, άρχισε να τραγουδάει. Πάνε χρόνια που έχω να σε δω έτσι. Να πετάς. Όπως τότε... Καλά δε θα διαβάσεις το χαρτί που σου έδωσε;
Βγάζει το χαρτί και το ξεδιπλώνει αργά με χέρια που έτρεμαν. Η Λίνα στην τσίτα. Αμίλητη.
- Η γυναίκα και το κοχύλι... άρχισε να διαβάζει ένα ποίημα, που μιλούσε για το πόσο αγαπούσε μια γυναίκα που της είχε χαρίσει ένα κοχύλι. Το κοχύλι αυτό ήταν συμβολικό, έγραφε. Ήταν η καρδιά του...
- Πολύ όμορφο! λέει η Λίνα. Γράφει όμορφα...
- Ναι, πολύ, λέει εκείνη, υπνωτισμένη. Παναγιά μου!!!!!!!!! βγάζει ξαφνικά μια κραυγή!!! Το κοχύλι... το κοχύλι το έχω εγώ. Μου το χάρισε προ καιρού...
Το βρήκε στην παραλία που έκανε βόλτα και ήταν κάτασπρο με μια υποψία ροζ στο εσωτερικό. Της άρεσε τόσο πολύ, που όταν της το χάρισε, χωρίς να σκεφτεί γιατί, το είχε κρύψει σαν φυλαχτό πολύτιμο, μέσα στο σακουλάκι με τη λεβάντα, στο συρτάρι των εσωρούχων της.
Σαν υπνωτισμένη σηκώνεται, πιάνει τη βελόνα και ξαναβάζει το δίσκο που είχε τελειώσει απ' την αρχή. Το Ballade pour Adeline πλημμύρισε το δωμάτιο... και ξυπόλυτη στο χαλί άρχισε να λικνίζεται σφίγγοντας το χαρτί στον κόρφο της. Η Λίνα χαμογελούσε...
- Αϊντάααααα...
- Λίνα, πολύ φοβάμαι...
- Άσε. Μη λες τίποτα. Το κακό είναι ότι φαίνεται πολύ βρε χαρά μου. Πρέπει να συγκρατηθείς. Κάνετε μπαμ κι οι δυο.
- Χριστέ μου! Τί θα κάνω; είπε με απόγνωση, αλλά τα μάτια της έλαμπαν από ευτυχία.
Η Λίνα έμεινε δυο μέρες παραπάνω απ' όσο υπολόγιζε για να είναι κοντά της. Όταν έφευγε, σφιχταγκαλιάστηκαν στο σταθμό βουρκωμένες και της ψιθύρισε στο αυτί να προσέχει. Οι μέρες περνούσαν με χτυποκάρδια και όλα τα σημάδια του έρωτα να φωνάζουν πάνω της. Έμεινε η μισή. Έλαμπε ολόκληρη. Ο Αλέξης ήταν συνέχεια μες στα πόδια της. Δεν την άφηνε ν' ανασάνει. Υπό άλλες προϋποθέσεις θα ήταν ευτυχισμένη. Μα τώρα πνιγόταν. Ήθελε να είναι συνέχεια μόνη. Ζωγράφιζε με μανία, άκουγε συνέχεια τον ίδιο δίσκο που τον είχε συνδέσει με 'κείνον. Δεν είχαν μιλήσει ποτέ μόνοι. Μόνο έλιωναν οι ματιές τους.
- Πυρρακτωμένα βλέμματα, έλεγε στη Λίνα απ' το τηλέφωνο. Με αυτά μιλάμε πια...
- Θα τον δεις;
- Είσαι τρελή; Ούτε γι αστείο. Ο Αλέξης ξέρει. Είναι έξαλλος. Δε με αφήνει από τα μάτια του λεπτό. Έχει φαγωθεί να φύγουμε ταξίδι με το που θα κλείσουν τα σχολεία. Να πάρουμε και τα παιδιά και πάμε ένα μήνα στη Γαλλία ή να κάνουμε περιοδεία σε όλες τις χώρες που θέλω. Προφασίστηκα δουλειά και μίλησε με τον προϊστάμενό μου ο οποίος του είπε εντάξει. Και άκου και το άλλο. Μου ήρθε η μετάταξη που είχα ζητήσει και τέλη Αυγούστου πιάνω δουλειά στο Υπουργείο Εσωτερικών. Τί γελάς ρε Λίνα; Εγώ κοντεύω να πεθάνω. Τώρα τους ήρθε; Τι πούστηδες είναι... δυο χρόνια το ζητούσα και τώρα που δε θέλω... Ε ναι ρε συ, δε θέλω. Ο Αλέξης; Μα φυσικά και χάρηκε. Τέλη Σεπτέμβρη έρχεται κι αυτός Αθήνα με μετάθεση. Σε άλλη περίπτωση θα έκανα πάρτυ... Τώωωωρα...
Τί να πει κι αυτός, ο φουκαράς; Του κόπηκαν τα πόδια όταν του είπε ο δικός μου θριαμβευτικά ότι φεύγουμε μόνιμα. Ίσα που δεν έκλαψε! Σα θηρίο στο κλουβί κάνει. Δεν τον βάζει ο τόπος. Χάνεται ώρες. Με αποφεύγει. Άλλες φορές τρελαίνεται. Φυσάει, ξεφυσάει... Προχθές έριξε μια μπουνιά στον τοίχο και σακάτεψε το χέρι του. Παραλίγο να πάθει ζημιά μεγάλη. Άστα Λίνα... άστα... χειρότερα δεν θα μπορούσαν να είναι, σκατά είμαστε όλοι.
Παραμονή που θα έφευγαν για το ταξίδι, ο Μιχάλης έπαιρνε συνέχεια τηλέφωνο με διάφορα προσχήματα της δουλειάς. Πήγε σπίτι τους εννέα φορές. Με βιβλία, με χαρτιά, να πάρει τις σφραγίδες, να του βάλει ο Αλέξης μια υπογραφή, να φέρει δώρα στα παιδιά, να φέρει κασέτες σε κείνη για το ταξίδι. Ήταν σε πολύ κακή κατάσταση. Ολοφάνερο. Και ο πιο χαζός το καταλάβαινε. Ευτυχώς ο Αλέξης δεν ήταν όλες τις φορές εκεί. Ίσως και να παραμόνευε πότε θα έφευγε. Όσες φορές ήταν όμως, γρύλιζε. Κοίτα τον πώς κάνει... της έλεγε, έχει τρελαθεί. Κι εκείνη δεν ήταν καλύτερα. Να πεθάνει ήθελε. Τί θα έκανε ένα μήνα χωρίς να τον βλέπει; Και μετά;
Με το που θα γύριζε, έπρεπε να πάει Αθήνα. Να φτιάξει το σπίτι, να ετοιμάσει τη μετακόμιση. Όταν ήταν μόνη, έχυνε μαύρο δάκρυ. Αγκαλιά με τον Κλάυντερμαν... και το ποίημά του.
Κι έπειτα, κύλησε ο καιρός κι η ιστορία... Κι ακόμα τον κλαίει. Όταν έφυγαν, δεν τον ξαναείδε, παρά μόνο στο αποχαιρετιστήριο πάρτυ που έκαναν για να χαιρετίσουν τους φίλους. Πάρτυ... ο Θεός να το κάνει. Μνημόσυνο ήταν. Μνημόσυνο ενός έρωτα που δεν ομολoγήθηκε ποτέ κι ίσως γι αυτό και δεν έσβησε ποτέ...


22 σχόλια:

Alexis B είπε...

Καταπληκτικό.
Τόσο αυτό όσο και τό προηγούμενο.
Καλημέρα.

koulpa είπε...

Σε κάθε σταυροδρόμι, μας μένει μιά απορεία, τι θα γινόταν αν.. μια και η ζωή μας είναι αναγκαστικά σηριακή δε θα μάθουμε ποτέ..:):)
Καλημερούδια:):)

monahikoslikos είπε...

Συναρπαστική γραφή, γάργαρος λόγος, ερωτικός μου θύμισε τους στίχους του Χικμέτ...
"Η πιο όμορφη θάλασσα
είναι αυτή που δεν έχουμε ακόμα ταξιδέψει
Τα πιο όμορφα παιδιά δεν έχουν μεγαλώσει ακόμα
Τις πιο όμορφες μέρες μας
δεν τις έχουμε ζήσει ακόμα

Κι αυτό που θέλω να σου πω
το πιο όμορφο απ' όλα,
δε στο 'χω πει ακόμα."

Πολλές πολλές καλημέρες

Δημοσθένης Μιχαλακόπουλος είπε...

πολύ όμορφη ιστορία.. κάπως έτσι φορτώνουν οι άνθρωποι, τις ζωές που δεν έζησαν, στο μαξιλάρι τους..

Vrakas Kostas είπε...

Αμαρτια εξομολογουμενη,αμαρτια...δεν ειναι!
Ανομολογητος ερωτας ομως ΕΙΝΑΙ!
Ειναι μεγαλη αμαρτια και δεν στην συγχωρει... κανενας Θεος!!

Καλημερα αγερωχη γητευτρια!

μελονικος είπε...

Και όποιος δεν έζησε τον έρωτα σε όλο του το μεγαλείο δεν έχει ζήσει, δεν υπήρξε.
«και όποιοι μας μισούν, ανέραστοι να μείνουν» λέει μια παλιά κατάρα
Και σύ λοιπόν που μας φτιάχνεις με τα γραφτά σου, να σου λάχει να ερωτευτείς πολλές φορές. Και έρωτες Ε!!! Όχι μπουρπούτσαλα. Από αυτούς που τα κάνουν όλα
λιμπα..

Μηθυμναίος είπε...

Μεγάλη ζημιά μου έκανες, Γητέυτριά μου, έφερες στο νου μου παλιές αγαπημένες ιστορίες. Άστα...
Το γράψιμό σου τρέχει γάργαρο, όπως γράφει και ο Μοναχικός Λύκος. Πόσο σε ζηλεύω γι' αυτό και για τα άλλα σου. Εσύ ξέρεις...
Και τούτο μεταξύ μας: Μπορώ να στο "κλέψω", να κάνω τις παραλλαγές μου και να το κάνω δικό μου;

μαριάννα είπε...

@ Alexis B

Να είσαι καλά Αλέξη μου! Ελπίζω να ανοίγω δρόμο για τις όμορφες ιστορίες που θα έχετε ασφαλώς να πείτε όλοι σας. Σε πρώτο ή σε τρίτο πρόσωπο.

Φιλιά!

μαριάννα είπε...

@ koulpa

χμ... παμπόνηρο! Θα στη δώσω και την άλλη εκδοχή... μη βιάζερσαι! ;)

Σε φιλώ!

μαριάννα είπε...

@ monahikoslikos

Λυκάκι μου σ' ευχαριστώ πολύ για την πολύ γενναιόδωρη κριτική σου! Και για το υπέροχο ποίημά Χικμέτ! Η αλήθεια είναι ότι το έχω πάντα στο μυαλό μου ως μότο... ίσως για να παρηγοριέμαι. ;)

Να είσαι καλά!
Την καλησπέρα μου!

μαριάννα είπε...

@ αλαφροίσκιωτος

Ααααααααχ!
Μη σκαλίζεις τη στάχτη
γιατί υπάρχει φωτιά...
;)

Φιλιά!

μαριάννα είπε...

@ vrakas kostas

Το κακό είναι Κώστα μου, ότι δεν την συγχωρούμε οι ίδιοι οι άνθρωποι στον εαυτό μας και πάει το φάσκελο σύννεφο στον καθρέφτη... :)
Είμαι εν αναμονή και δικών σας ιστοριών σας πάντως. :)

Καλησπέρα Κωστή!

μαριάννα είπε...

@ Νίκος

Συμφωνώ μαζί σου πέρα για πέρα. Έτσι είναι ακριβώς!
Εν τω μεταξύ το υπέροχο που γράφεις: «και όποιοι μας μισούν, ανέραστοι να μείνουν»
Σήμερα έχει και συνέχεια χειρότερη ακόμα. Η κατάρα εμπλουτίστηκε:
«και όποιοι μας μισούν, ανέραστοι να μείνουν και να τους καεί ο σκληρός!»
:))))))
Μπας και ξυπνήσουνε και τα κάνουν λίμπα καμιά φορά στη ζωή τους! ;)

Την καλησπέρα μου και την εκτίμησή μου!

μαριάννα είπε...

@ ΜΗΘΥΜΝΑΙΟΣ

Πες τα μου να μη στα πω! ;)
Ευχαριστώ πάρα πολύ για τα καλά σας λόγια! Αλλά μιλάς εσύ καλέ μου που γράφεις υπέροχα; Τα άρθρα σου στο Εμπρός είναι καταπληκτικά!
Όμως για να παίξουμε, πολύ μου αρέσει η ιδέα να το «κλέψεις» και να το κάνεις δικό σου! :) Ανυπομονώ να δω την εκδοχή σου!!!

Φιλιά πολλά!

Ανώνυμος είπε...

Αμαααάν , τι πληγή άνοιξες τώρα ; ... Τι πληγή ....
Το ξέρω πως περιμένεις τις .... ιστορίες μας ... Είσαι storiescholic .... Φαίνεται, και δεν μπορείς να το κρύψεις .
Για την ώρα , πάρε (από μένα τουλάχιστον) , το "Ο ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΤΗ ΓΩΝΙΑ" και το "ΣΕ ... ΨΑΧΝΩ" .
Για την πιο .... αντιπροσωπευτική ιστορία , θα κάνεις λίγο υπομονή ... Γράφω αργά .

μαριάννα είπε...

@ silia

Μ' εχεις πιάσει γάτα, κανονικά... ;) Τρελαίνομαι για τις όμορφες αληθινές ιστορίες. Μέσα από αυτές οι άνθρωποι βγάζουν όλη την ομορφιά της ψυχής τους και ερχόμαστε πολύ πιο κοντά, διαπιστώνοντας πόσο ίδιοι είμαστε και πόσο όλες οι ιστορίες μοιάζουν, σαν να τις έγραψε το ίδιο χέρι...

Cle Petridou είπε...

:)Αμαρτία.θέλω άλλο τέλος!

melomenos είπε...

πανέμορφο κείμενο
μαγευτικό ταξίδεμα...
και το πιάνο του R.Clayderman
μόνο μπορεί να συνοδέψει κάτι τόσο όμορφο "La vie en rose" θα ταίριαζε!
καλό σου βράδυ

μαριάννα είπε...

@ Clelia

Υπάρχει και η άλλη εκδοχή... :))) Όταν έχω χρόνο θα τη γράψω, αλλά είναι πολύ ερωτική και δε θέλω να ανάβω τα αίματα των ανθρώπων... Χριστουγεννιάτικα! ;)

Φιλάκια!

μαριάννα είπε...

@ melomenos

Δίκιο έχεις. Θα ταίριαζε, αλλά δεσμεύομαι από τα πραγματικά γεγονότα!!! :Ρ

gademissa είπε...

Θέλου-με κι άαααλ-λο
θέλου-με κι άααααλ-λο
θέλου-με κι άααααλ-λο
θέλου-με κι άααααλ-λο

μαριάννα είπε...

@ gademissa

Είσαι και μακριά που να πάρει... :)
Δεν μπορούμε να τα πούμε κι από κοντά πίνοντας καφέ, να ξεχαρμανιάσουμε λιγάκι... ;)
Έεεεεεεχω τέτοιες ιστορίες.... ουουουου! Να φάν' κι οι κότες. Όλες στα ίδια καζάνια βράζουμε! Χρόνο πού θα βρούμε να τις γράφουμε...

Φιλιά! Καλή βδομάδα!