
Το 1914 λοιπόν, με το περιβόητο Μανιφέστο, τσάκισε τα κόκαλα του αραχνιασμένου κατεστημένου, αφού το 1910 τον είχαν ρημάξει με το σκάνδαλο της «Ανεμώνης»!!! Στο περιοδικό αυτό ο ποιητής δημοσίευσε το «ανήθικο και προκλητικό» για την συντηρητική Αθήνα, ποίημα, «Κι έπινα μέσα απ' τα χείλη σου», σκανδαλίζοντάς την και προκαλώντας βίαιες επιθέσεις εναντίον του, τις οποίες βεβαίως και έγραφε όπου δει! :)
ΚΙ ΕΠΙΝΑ ΜΕΣ' ΑΠ' ΤΑ ΧΕΙΛΙΑ ΣΟΥ...
Ιδού εί καλός αδελφιδός μου και γε ωραίος προς κλίνη
ημών σύσκιος, δοκοί οίκων ημών κέδροι, φατνώματα
ημών κυπάρισσοι.
ΑΣΜΑ ΑΣΜΑΤΩΝ Α, & 16, 17
Κι οι μπερντέδες ήταν κόκκινοι
κι ήταν άσπρο το κρεβάτι,
κι όλο θόλωνε, όλο μέλωνε
το γλυκό σου μάτι,
και τα χέρια σου πλεκόντουσαν
στο κορμί μου γύρω-γύρω
κι έπινα μέσ' απ' τα χείλια σου,
γλυκιάν άχνα σαν το μύρο,
και σταλάζανε απ' τα χείλια σου
γλυκά λόγια σαν τα μύρα,
κι ήταν άσπρο το κρεβάτι μας
κι οι μπερντέδες σαν πορφύρα…
Έτσι, αγάπη μου, σε χόρτασα
κι έτσι, τη γλυκάδα σου ήπια
μέσα στ’ άνομα αγκαλιάσματα
στ’ άνομα τα καρδιοχτύπια,
κι απ΄ το μέλι ποθοπλάνταζε
το κορμί σου και το μάτι
κι οι μπερντέδες ήταν κόκκινοι
κι ήταν άσπρο το κρεβάτι...
Προκλητικά αδιάφορος, ψύχραιμος, κατασταλαγμένος, ειρωνικός, σαρκαστικός, ανατρεπτικός, ένας αληθινός δανδής της εποχής του, κατ' άλλους εστέτ, προσωπικά το δανδής μου πάει πιο πολύ, έτσι όπως τον φαντάζομαι από αυτά που έχω διαβάσει, πιστεύω ότι αντλούσε τη σιγουριά και την άνεσή του ή την ψυχραιμία του, από την αγάπη και την αποδοχή που είχε από τους γονείς του. Τη μητέρα του την οποία κυριολεκτικά λάτρευε, την έκλαψε πολύ στην ποίησή του και την αναζητούσε έντονα:
ΠΡΟΣΜΟΝΗ
Τις βαριές τις ώρες που είμαι μόνος,
και δεν είναι γύρω μου κανείς,
που δεν είμαι παρά μόνο πόνος,
- περιμένω, Μάνα, να φανείς!
Κι όπως ήξερα όλες σου τις πράξεις,
πριν, σα ρόδο, σπάσεις και σαπείς,
σχεδόν ξέρω πώς θα με κοιτάξεις,
και τα λόγια, ακόμα, που θα πεις…
Ξέρω, ακόμα, πώς θα με χαϊδέψεις,
μ’ έναν τρόπο τόσο τρυφερό,
που θα σβήσεις όλες μου τις σκέψεις
που με βάραιναν, τόσον καιρό…
Κι άμα νιώσεις όλο μου τον πόνο,
τι μεγάλος είναι και βαθύς,
φτάνει τη ματιά μου να δεις μόνο,
- δε θα φύγεις… θα με λυπηθείς!

Το 1914 δημοσίευσε στο «Νουμά», ανατρεπτικό περιοδικό, με ριζοσπαστικές τάσεις, το «Μανιφέστο» του (4.5.1914, τεύχος 524), όπου επιτίθεται ο ίδιος στους ανθρωπάκους των γραμμάτων, βγάζοντας το άχτι του και πραγματικά αξίζει τον κόπο να το διαβάσετε, γιατί θα νιώσετε μια βαθιά ικανοποίηση, κάτι σα να παίρνει πίσω και για μας, το αίμα των εκατοντάδων θυμάτων της συντήρησης και της στενοκεφαλιάς. Προσωπικά το κατα-απόλαυσα στη μνήμη όλων όσων πληγώθηκαν και τσακίστηκαν οι ζωές τους στο βωμό της βλακείας, η οποία είναι και η μόνη αήττητη ανά τους αιώνες των αιώνων... αμήν!
Ιδού το Μανιφέστο λοιπόν... Ηηηηηη απόλαυση!!!!


ΕΚ ΒΑΘΕΩΝΛυπήσου με, Θέ μου, στο δρόμο που πήρα,
χωρίς, ως το τέλος, να ξέρω το πώς,
- χωρίς να 'χω μάθει, με μια τέτοια μοίρα,
ποιό κρίμα με δένει, και ποιός ο σκοπός!
Λυπήσου τα χρόνια που πάνε χαμένα,
προτού η νύχτα πάλι βαριά ν’ απλωθεί,
ζητώντας τους άλλους, ζητώντας και μένα,
ζητώντας εκείνο που δεν θα βρεθεί!
Λυπήσου όλα εκείνα που πάνε του κάκου,
γιατί έτσι τους είπαν πως είναι γραφτό,
και γίνουνται χώμα, στα βάθη ενός λάκκου,
χωρίς να γυρέψουν το λόγο γι’ αυτό!
Λυπήσου κι εκείνα, λυπήσου και μένα,
- και μένα, που πάω με καρδιά στοργική,
ζητώντας μια λύση, σε πράματα ξένα,
που δεν έχουν, Θέ μου, καμιά λογική…
Λιγάκι να κάνω πως κάτι με σέρνει,
λιγάκι να φέξει, μες στα σκοτεινά,
κι αμέσως η μοίρα μού να ξαναπαίρνει,
κι αμέσως η νύχτα γυρίζει ξανά…
Λυπήσου με, Θέ μου, στην απόγνωσή μου,
λυπήσου τη φλόγα που μάταια σκορπώ,
- λυπήσου με μες στην αγανάκτησή μου,
να ζω δίχως λόγο και δίχως σκοπό…
ΤΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
(από το Οκτασέλιδο του Μπιλιέτου Νο 10)
Από το μπλογκ
Gay Βιβλιογραφία στα ελληνικά , ευχαριστούμε τον
artois για την υπόδειξη.
[Σπίρτο]
Μητσάκι μου, μου φαίνεται πως αδικείς το πνεύμα μου!
Δεν είμαι σπίρτο, φυσικά, σαν κάποιους από σας
- αλλ' έχω, καθώς τό 'νιωσες,πιστεύω κι απ' το γεύμα μου,
τίτλους λαμπρούς, οικόσημα, περγαμηνάς χρυσάς!
Πιστεύω να καμάρωσες τ' αρχοντικό σερβίτσιο μου,
και το μικρό μου το λακέ με την οικοστολή.
Όταν υπάρχουν όλ' αυτά και βρίσκεις και ψωλή,
το παραπάνω το μυαλό, τι να το κάνεις Μήτσο μου;...
[To τσερβέλο]
Εσύ που λες πως θα ‘πρεπε λίγο τσερβέλο να ‘χα
και το δικό σου σπαταλάς εις βάρος μου μονάχα,
-δε θαύμασες το πιάνο μου και τη βιβλιοθήκη μου;
Δεν είδες το κατάμεστον οικόσημο καθήκι μου;
Tέτοιο καθήκι σαν αυτό βρε Παπανικολάου
θα βρεις μονάχα στην αυλή του φίλου Νικολάου!
Σε τέτοιο τάχα κ' η Σεπτή Εκείνου Υψηλότης,
dε σφίγγεται κάθε πρωί να κάνει το ψιλό της;…
Δεν είδες τα βιβλία μου τι πράματα και θάματα,
τι τόμοι κ’ εγχειρίδια και κλασικά συγγράματα;…
Aλλά, για να μιλήσουμε και δι εμέ τον ίδιον
mήπως κ’ εγώ βρε Μήτσο μου, δεν είμαι εν-χοιρίδιον;
[1933]
Και τελειώνω αυτή την αναφορά στον αγαπημένο ποιητή με το
ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ ΣΤΗ ΜΟΥΣΙΚΗ
Ι
Τ' όνειρό μου πια δεν είναι να χαρώ, μήτε να ζήσω,
μα να πω μια λέξη μόνο, σα μια φλόγα, - και να σβήσω.
Κι αν ακόμα ζω του κάκου, και γυρνώ στη γην απάνω,
μόνον ένα πια μου μένει, - να την πω και να πεθάνω...
Κι όμως ούτε αυτή τη λέξη δε μου δόθηκε ακόμα
να την πω, - και μου παιδεύει την ψυχή μου και το στόμα.
Μήτε καν αυτή τη λέξη, την απέραντα θλιμμένη,
μήτε τρόπος να τη μάθω, μήτε χρόνος δε μου μένει.
Κι αφού τ' άχαρά μου χείλη δεν την πρόφεραν ακόμα,
θα την πάρω, - και σαν ξένοι, θα χαθούμε μες στο χώμα...
ΙΙ
Μόνος ήρθα κάποιο βράδυ, - κι ήσαν όλοι, γύρω μόνοι,
κι όλοι ξένοι, τραγουδάμε, μες στη νύχτα που σιμώνει.
Κι όσο ζω, κι όσο μαθαίνω, τόσο νιώθω, αλίμονό μου,
το βαθύ και το μεγάλο κι απροσμέτρητο κενό μου!
Τη στιγμή του σταυρωμού μου και για μόνη συντροφιά μου,
μόλις ένιωσα τα χέρια που σταυρώσαν τα καρφιά μου...
Μόνος ήρθα κάποιο βράδυ, μόνος πόνεσα για λίγο,
μόνος έζησα του κάκου, - κι όπως ήρθα, και θα φύγω.
Τ' είναι, τάχα για τους άλλους, ο χαμός ενός ατόμου;
- Κι όπως ήρθα, και θα φύγω, μόνος μες στο θάνατό μου...
Mάρθα Μεναχέμ, Το απλό παιδί που εγώ αγαπώ, σε ποίηση Ναπολέοντα Λαπαθιώτη...
Read more!